ἀλίγκιος

From LSJ
Revision as of 17:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλίγκιος Medium diacritics: ἀλίγκιος Low diacritics: αλίγκιος Capitals: ΑΛΙΓΚΙΟΣ
Transliteration A: alínkios Transliteration B: alinkios Transliteration C: aligkios Beta Code: a)li/gkios

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A resembling, like, ἀ. ἀστέρι καλῳ Il.6.401; ἀ. ἀθανάτοισιν Od.8.174; εἴδεα πᾶσιν ἀ., of paintings, Emp.23.5; σοὶ φυὰν ἀ. B.5.168; ὀνειράτων ἀ. μορφαῖσι A.Pr.449; ἀ. ἡρώεσσιν IG14.1356, cf. Arat.462, A.R.4.966, etc.:—but compd. ἐναλίγκιος is more freq.

German (Pape)

[Seite 96] α, ον, ähnlich, τινί, Hom. zweimal, Il. 6, 401 Od. 8, 174; – Aesch. Pr. 447; öfter bei sp. D.; vgl. ἐναλίγκιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλίγκιος: [ᾰ], -ον, ὁμοιάζων, ὅμοιος· ἀλ. ἀστέρι καλῶ, Ἰλ. Ζ. 401· ἀλ. ἀθανάτοισιν, Ὀδ. Θ. 174· ἀλ. ἡρώεσσιν, Συλλ. Ἐπιγρ. 6235. 3: - ἀλλὰ τὸ σύνθετον ἐναλίγκιος εἶναι συνηθέστερον. - Ἐπ. λέξ. ἀπαντῶσα ἅπαξ παρ᾿ Ἐμπεδ. 138 καὶ Αἰσχύλ. Πρ. 449, ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσιν. (Ἀναμφιβόλου παραγωγῆς: ἴσως συγγενὲς τῷ ἧλιξ, ἡλίκος).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
semblable à, τινι.
Étymologie: cf. ἧλιξ.

English (Autenrieth)

like, resembling.

Spanish (DGE)

-ία, -ιον

• Alolema(s): jón. fem. -ίη D.P.1131

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [-ος, -ον Orph.A.1220]
semejante, parecido, igual c. dat. ἀστέρι καλῷ Il.6.401, ἀθανάτοισιν Od.8.174, εἴδεα πᾶσιν ἀλίγκια Emp.B 23.5, ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφῆσι semejantes a los fantasmas de los sueños A.Pr.449, τά γε κεῖται ἀλίγκια δινωτοῖσι Arat.462, αἰθυίῃσιν A.R.4.966, ἡρώεσσιν IUrb.Rom.1226.3 (III/IV d.C.), οὐδ' ἅπαν εἶδος ἔοικεν ἀλίγκιον D.P.628, c. ac. de rel. σοι φυὰν ἀλιγκία B.5.168.

• Etimología: Suele relacionarse c. aesl. lice ‘rostro’ c. vocal protética o ἀ- < *-.

Greek Monolingual

ἀλίγκιος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με κάτι, όμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ποιητική με αβέβαιη ετυμολογία. Η σύνδεση της με το αρχ. σλαβ. lice «μάγουλο, πρόσωπο» φαίνεται αυθαίρετη. Εξάλλου η ακριβής σχέση της λ. ἀλίγκιος με τη συνώνυμή της ἐναλίγκιος (που χρησιμοποιείται συχνότερα) δεν είναι απόλυτα σαφής].

Greek Monotonic

ἀλίγκιος: [ᾰ], -ον, παρόμοιος, όμοιος, σε Όμηρ.· πρβλ. το σύνθ. ἐναλίγκιος. (αμφίβ. προέλ.).