βάραθρον
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
[βᾰ], Ep. and Ion. βέρεθρον (q. v., cf. ζέρεθρον), shortd. βέθρον (q. v.), τό,
A gulf, pit, Arist.Pr.947a19; esp.at Athens, a cleft into which criminals were thrown, Hdt.7.133, Ar.Nu.1450, Com.Adesp. 24.10 D., Pl.Grg.516c, AB219, Sch.Ar.Pl.431. 2 metaph., ἐν τῷ β. χειμάζειν D.8.45; ruin, perdition, Luc.Am.5, etc.; name of a courtesan, Theophil.Com.11. II a woman's ornament, Ar.Fr. 320.8. III = βράθυ, f.l. for βόρατον, Dsc.1.76. (Root gseq[uglide]er 'devour', cf. βορά.)
German (Pape)
[Seite 432] ion. βέρεθρον (vgl. βάθρον, βόθρος), τό, 1) Kluft, Abgrund, bes. in Athen ein Felsenschlund hinter der Burg, in den zum Tode verurtheilte Verbrecher gestürzt wurden, εἰς τὸ β. ἐμβαλεῖν Plat. Gorg. 516 d; Ar. Equ. 1359 u. öfter; vgl. Schol. ad Ar. Plut. 431; Dem. 8, 45; auch Sp. Uebertr., Untergang, Verderben, bes. Sp. – 2) ein Weiberschmuck, Ar. bei Clem. Al. u. Poll. 7, 95, vielleicht mit Anspielung auf 1).
Greek (Liddell-Scott)
βάραθρον: Ἰων. Βέρεθρον (πρβλ. ζέρεθρον), συντετμημένον:
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
abîme, gouffre ; particul., à Athènes barathre, gouffre où l’on précipitait les condamnés (cf. à Sparte καιάδας).
Étymologie: R. Βορ, dévorer ; cf. lat. vorago.
Greek Monotonic
βάραθρον: Ιων. βέρεθρον, τό,
1. χάσμα, λάκκος, όρυγμα· λέγεται για την Αθήνα, απόκρημνος, βαθύς λάκκος, πίσω απ' την Ακρόπολη, μέσα στον οποίο γκρεμίζονταν οι εγκληματίες, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. μεταφ., αφανισμός, καταστροφή, όλεθρος, απώλεια, σε Δημ. (αμφίβ. προέλ.).