διθύραμβος

Revision as of 18:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, metapl. acc. sg.

   A διθύραμβα Pi.Fr.86:—dithyramb, Archil.77, Epich.132, Hdt.1.23, Pi.O.13.19, Pherecr.145.11, Pl.Lg.700b, Arist.Pol.1342b7, Pr.918b18, etc.; μιξοβόας δ. A.Fr. 355: metaph. of bombastic language, τοσουτονὶ δ. ᾄσας Pl.Hp.Ma. 292c; οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φθέγγομαι Id.Phdr.238d.    II a name of Dionysus, E.Ba.526 (lyr.), Philod.Scarph.1:—hence Δῐθυραμβογενής, AP9.524. (Pi. is said to have written it λῡθίραμβος (Fr.85) —as if from λῦθι ῥάμμα, the cry of Bacchus when sewn up in his father's thigh.)

German (Pape)

[Seite 624] acc. auch διθύραμβα, Pind. frg. 56; ὁ; 1) Beiname des Bacchus, Eur. Bacch. 526, nach den Alten von seiner zweimaligen Geburt, δὶς θύραζε βαίνειν, wobei freilich das ι auffallend ist; nach Andern mit θρίαμβος zusammenhängend. – 2) Lied zu Ehren des Bacchus, dann auch anderer Götter, die freieste Gattung der lyrischen Poesie mit kühnen Gedanken und Wortschwung, der oft in Schwulst ausartete, mit phrygischer Begleitung, Arist. Pol. 8, 7, von Arion erfunden, Her. 1, 23; Pind. Ol. 13, 15; Plat. Apol. 22 a u. Folgde. Häufig als Bezeichnung einer schwülfligen Rede, wie Plat. Hipp. mai. 292 c; vgl. D. Hal. de vi Dem. 7.

Greek (Liddell-Scott)

δῑθύραμβος: [ῠ], ὁ, ἑνικ. αἰτιατ. κατὰ μεταπλ. διθύραμβα Πίνδ. Ἀποσπ. 56·― πρῶτον παρ’ Ἀρχιλ. 72, Ἐπίχ. 90 Ahr., Ἡρόδ. 1. 23, Πίνδ., κτλ.· μιξοβόας δ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 392· εἶδος ποιήσεως, ὅπερ ἐκαλλιέργησαν οἱ Δωριεῖς λυρικοὶ ποιηταί, καὶ μετὰ ταῦτα οἱ Ἀττικοί, ἔχον ὕφος ὑψηλόν, ἀλλὰ πολλάκις ὀγκηρόν, ἴδε Ἀριστοφ. Ὄρν. 1388. ― Τὸ κύριον θέμα τῶν ποιημάτων τούτων ἦτο ἡ γέννησις τοῦ Βάκχου, Πλάτ. Νόμ. 700Β, Σουΐδ.· ἀλλὰ βραδύτερον ηὐρήνθη ἔτι μᾶλλονκύκλος αὐτῶν. Ἦσαν πάντοτε κατὰ τὸν Φρύγιον τρόπον, καὶ διὰ τοῦτο συνωδεύοντο ὑπὸ αὐλῶν, Πίνδ. Ἀποσπ. 45. 17, Ἀριστοφ. Νεφ. 313, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 8. 7, 9. Κατὰ πρῶτον ἦσαν ταῦτα ἀντιστροφικά, ἀλλὰ συνήθως μονοστροφικά, ὁ αὐτ. Προβλ. 19. 25. Ὁ Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ., ὀνομάζει τὸν Ἀρίονα (ἀκμάσαντα τῷ 624 π.Χ.) εὑρετὴν αὐτῶν. 2) μεταφ., πᾶν κομπῶδες εἶδος γλώσσης, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C, πρβλ. Φαίδρ. 238D. ΙΙ. ὄνομα τοῦ Βάκχου, ὅστις λέγεται ὅτι οὕτως ὠνόμασε τὸ μέλος τῶν ποιημάτων τούτων ἐκ τῆς ἑαυτοῦ διπλῆς γεννήσεως, Εὐρ. Βάκχ. 526 (ἀλλὰ τὸ μακρὸν ῑ καθιστᾶ αὐτὸ λίαν ἀμφίβολον, Πόρσ. Ὀρ. 5)· ἐντεῦθεν Διθυραμβογενής [ῐ], Ἀνθ. Π. 9. 524, (Ὁ Πίνδ. λέγεται ὅτι ἔγραψε τὴν λέξιν λῡθίραμβος (Ἀπόσπ. 55), ― ὡσεὶ ἐκ τοῦ λῦθι ῥάμμα, ὅπερ ἦτο ἡ κραυγή, ἣν ὁ Βάκχος ἐξέπεμψεν ὅτε ἦτο ἐρραμμένος ἐν τῷ μηρῷ τοῦ πατρὸς αὑτοῦ. Ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως εἶναι πράγματι ἄγνωστος, Müller Γραμμ. Ἑλλην. κατὰ τὴν μετάφρ. Κυπριανοῦ 1, 286.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
dithyrambe, chant en l’honneur de Bacchus ou d’autres divinités.
Étymologie: DELG emprunt possible.

English (Slater)

δῑθῠραμβος (-ῳ, -ων heterocl. acc. -αμβα.)
  &nbspnbsp;1 dithyramb ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; (viz. ἐκ τῆς Κορίνθου) (O. 13.19) πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 2. Herodian. 2. 626. 35. L., ὥσπερ διθύραμβον διθύραμβα παρὰ Πινδάρῳ fr. 86. test., Σ (O. 13.25) c. ἐν μὲν τοῖς ὑπορχήμασιν ἐν Νάξῳ φησὶν πρῶτον εὑρεθῆναι διθύραμβον, ἐν δὲ τῷ πρώτῳ τῶν διθυράμβων ἐν Θήβαις fr. 71. Herodian. 2. 375. 12. L., Πίνδαρος δέ φησι λυθίραμμον. καὶ γὰρ Ζεὺς τικτομένου αὐτοῦ (= τοῦ Διονύσου) ἐπεβόα· λῦθι ῥάμμα fr. 85. Philodem., de musica 4 p. 89. 10K. καὶ Πίνδαρον οὕτω νομίζειν, ὅτ' ἔφη θύσων πο[ιεῖς]θαι διθύραμβον fr. 86a cf. Kallim. fr. 494Pf. & test.

Greek Monolingual

ο (Α διθύραμβος)
1. είδος της χορικής ποίησης με ενθουσιαστικό τόνο που καλλιέργησαν πρώτοι οι Δωριείς προς τιμήν του Διόνυσου ή και του Απόλλωνος
2. πομπώδες ύφος λόγου, υπερβολικός έπαινος
αρχ.
όνομα του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για προελληνική δάνεια λ., η οποία τόσο στη μορφή όσο και στη σημασία παρουσιάζει ομοιότητα με τα θρίαμβος και ίαμβος. Υποστηρίχτηκε ότι το β' συνθετικό της λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. aňga- «μέλος» και ότι πρόκειται, αντιθέτως, για ΙE λ., η οποία εισήχθη στην Αιγαιακή].

Greek Monotonic

δῑθύραμβος: [ῠ], ὁ, διθύραμβος, είδος λυρικής ποίησης, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· το κύριο θέμα του ήταν η γέννηση του Βάκχου, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).