ἀντιστρατεύομαι

From LSJ
Revision as of 20:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιστρᾰτεύομαι Medium diacritics: ἀντιστρατεύομαι Low diacritics: αντιστρατεύομαι Capitals: ΑΝΤΙΣΤΡΑΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: antistrateúomai Transliteration B: antistrateuomai Transliteration C: antistrateyomai Beta Code: a)ntistrateu/omai

English (LSJ)

   A take the field, make war against, τινί X.Cyr.8.8.26:—later in Act., D.S.22.15, J.AJ2.10.1 (abs.): metaph., Ἔρωτες ἀ. τοῖς ὑπερηφανοῦσι Aristaenet.2.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιστρᾰτεύομαι: ἀποθ., ἐκστρατεύω ἐναντίον τινός, κινῶ πόλεμον, τινὶ Ξεν. Κύρ. 8. 8, 26: - οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. Διοδ, Ἐκλογ. 499. 22· μεταφ., Ἀρισταίν. 2.1 .

English (Strong)

from ἀντί and στρατεύομαι; (figuratively) to attack, i.e. (by implication) destroy: war against.

English (Thayer)

1. to make a military expedition, or take the field, against anyone: Xenophon, Cyril 8,8, 26.
2. to oppose, war against: τίνι, Aristaenet. 2,1, 13.)

Greek Monolingual

ἀντιστρατεύομαι κ. -εύω)
εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι
νεοελλ.
αντίκειμαι, αντιβαίνω σε κάτι
αρχ.
1. εκστρατεύω, κάνω πόλεμο εναντίον κάποιου
2. εκστρατεύω κι εγώ.

Greek Monotonic

ἀντιστρᾰτεύομαι: μέλ. -σομαι, αποθ., διεξάγω πόλεμο εναντίον κάποιου, τινι, σε Ξεν.