παρανήχομαι

From LSJ
Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανήχομαι Medium diacritics: παρανήχομαι Low diacritics: παρανήχομαι Capitals: ΠΑΡΑΝΗΧΟΜΑΙ
Transliteration A: paranḗchomai Transliteration B: paranēchomai Transliteration C: paranichomai Beta Code: paranh/xomai

English (LSJ)

   A swim along the shore, εἰ δέ κ' ἔτι προτέρω παρανήξομαι Od.5.417 ; ἐν χρῷ παρενήχοντο τὴν γῆν Plu.2.161f : c. acc. loci, swim past, Poet. ap. eund.2.90d : metaph., παρενήξατο τὸ πλεῦν ἥβης AP6.296 (Leon.) ; swim beside, τῇ τριήρει Plu. Them. 10; παρὰ τὰ πλοῖα Id.Tim.19.

German (Pape)

[Seite 491] daneben vorüberschwimmen, wie παρανέω; Od. 5, 417; Plut. Timol. 19 u. öfter; Luc. Mar. D. 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

παρανήχομαι: ἀποθ., νήχομαι, κολυμβῶ παρὰ τὴν ἀκτὴν, εἰ δέ κ’ ἔτι προτέρω παρανήξομαι Ὀδ. Ε. 417· οὕτω, νῆχε πάρεξ Δ. 39· μετ’ αἰτ. τόπου, παρέρχομαι κολυμβῶν, Πλούτ. 2. 90D, πρβλ. Wytt εἰς Πλούτ. 161F· -μεταφορ., παρενήξατο τὸ πλεῦν ἥβης Ἀνθ. Π. 6. 296· νήχομαι πλησίον, τῇ τριήρει Πλουτ. Θεμιστ. 10· παρὰ τὰ πλοῖα ὁ αὐτ. ἐν Τιμολ. 19.

French (Bailly abrégé)

f. παρανήξομαι, ao. παρενηξάμην;
1 nager le long du rivage;
2 longer ou dépasser en nageant ou en naviguant, τινι, παρά et l’acc., ou acc. seul.
Étymologie: παρά, νήχω.

English (Autenrieth)

fut. παρανήξομαι: swim along near the shore, Od. 5.417†.

Greek Monolingual

ΜΑ
περνώ από έναν τόπο κολυμπώντας
αρχ.
1. κολυμπώ κοντά στην ακτή
2. κολυμπώ κοντά ή δίπλα σε κάποιον («τοὺς ἵππους παρὰ τὰ πλοῑα παρανηχομένους», Πλούτ.)
3. μτφ. διέρχομαι, περνώἐπεὶ παρενήξατο τὸ πλεῡν ἥβης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + νήχομαι «κολυμπώ»].

Greek Monotonic

παρανήχομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ., κολυμπάω κατά μήκος της ακτής, σε Ομήρ. Οδ.· κολυμπώ δίπλα, τῇ τριήρει, σε Πλούτ.