Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεώσοικος

From LSJ
Revision as of 20:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώσοικος Medium diacritics: νεώσοικος Low diacritics: νεώσοικος Capitals: ΝΕΩΣΟΙΚΟΣ
Transliteration A: neṓsoikos Transliteration B: neōsoikos Transliteration C: neosoikos Beta Code: new/soikos

English (LSJ)

ὁ, (ναῦς, οἶκος)

   A dock, Ar.Ach.96: mostly in pl., shipsheds, slips, in which ships might be built, repaired, or laid up in winter, Hdt.3.45, Cratin.197, And.3.7, Th.7.25,64, Lys.30.22, IG22.505.14: divisim, ἐν Πειραιεῖ νεώς εἰσιν οἶκοι Paus.1.29.16.

Greek (Liddell-Scott)

νεώσοικος: ὁ, (νεώς, οἶκος) νεώριον, ἢ περὶ ἄκραν κάμπτων νεώσοικον σκοπεῖς; Ἀριστοφ. Ἀχ. 96: ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. «νεώσοικοι, οἰκήματα παρὰ τῇ θαλάσσῃ οἰκοδομούμενα εἰς ὑποδοχὴν νεῶν, ὅτε μὴ θαλαττεύοιεν» (Σουΐδ.). Ἐν τοῖς νεωσοίκοις ἔμενον αἱ νῆες νενεωλκημέναι κατὰ τὸν χειμῶνα καὶ ἐν αὐτοῖς ἐπεσκευάζοντο, ἐνίοτε δὲ καὶ ἐναυπηγοῦντο νῆες ἐν αὐτοῖς, καθότι οἱ νεώσοικοι ἀπετέλουν μέρος τοῦ νεωρίου, ναυστάθμου, Ἡρόδ. 3. 45, Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 12, Ἀνδοκ. 24. 21, Θουκ. 7. 25, 64, Λυσ. 185. 20· διῃρημένως, ἐν Πειραιεῖ νεώς εἰσιν οἶκοι Παυσ. 1. 29, 16.

Greek Monolingual

ο (Α νεώσοικος)
προστατευμένος χερσαίος χώρος κοντά στην ακτή μέσα στον οποίο προφυλάγονταν από τις κακές καιρικές συνθήκες και άλλους κινδύνους μικρά σκάφη μετά από την ανέλκυσή τους στην ξηρά
αρχ.
νεώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς «πλοίο» + οἶκος.

Greek Monotonic

νεώσοικος: ὁ (ναῦς, οἶκος), νεώριο, ναύσταθμος, ναυπηγείο, σε Αριστοφ.· στον πληθ., στέγαστρα, ράμπες ναυπηγείου, ναυπηγεία, χτίσματα δίπλα στη θάλασσα, στα οποία ήταν δυνατή η κατασκευή, επισκευή ή στάθμευση πλοίων και τα οποία ήταν παραρτήματα του νεωρίου, σε Ηρόδ., Θουκ.