πύνδαξ
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, (cf. πυθμήν)
A bottom of a jar, cup, or other vessel, τὸν πύνδακα εἰσκρούειν knock in the bottom so as to make the cup hold less, a trick of wine-sellers, Pherecr.105; μέτρῳ τὸν πύνδακα εἰσκεκρουμένῳ μετρεῖν prob. in Thphr.Char.30.11 (ἐκκεκρ- codd., and so ἐκκρουσαμένους τοὺς π. Ar.Fr.270 codd. Poll.), cf. Arist.Pr.938a13; bottom of a ship, Mim.Oxy.413.103. II = λαβή, sword-hilt, S.Fr. 311.
German (Pape)
[Seite 818] ακος, ὁ, der Grund od. Boden eines Gefäßes; Ar. u. Phereer. bei Poll. 10, 79; Theophr. char. 30; auch Griff des Schwertes, Soph. frg. 291.
Greek (Liddell-Scott)
πύνδαξ: -ᾰκος, ὁ (πρβλ. πυθμὴν) ὁ πυθμὴν ἀγγείου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 263˙ τὸν πύνδακα εἰσκρούω, κρούω πρὸς τὰ ἐντὸς τὸν πυθμένα μεταλλίνου ἀγγείου οὕτως ὥστε νὰ καταστήσω τὴν χωρητικότητα αὐτοῦ μικροτέραν, τέχνασμα τοῦτο τῶν οἰνοπωλῶν, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 7, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 30˙ ἐκκρουσάμενος π. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 263. 2) ἐν Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, καλεῖται οὕτω τὸ ἐπικάλυμμα ἀμφορέως, ἀντίθετ. τῷ πυθμήν. ΙΙ. Λέγεται ὅτι ὁ Σοφ. ἐχρήσατο τῇ λέξει ἐπὶ τῆς σημασίας λαβῆς ξίφους, Ἀποσπ. 291· ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. ἀπυνδάκωτος, Φώτ.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
fond d’un vase.
Étymologie: cf. πυθμήν, lat. fundus.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
1. πυθμένας αγγείου, ποτηριού ή άλλου δοχείου, πάτος
2. το κατώτατο κοίλο μέρος πλοίου
3. επικάλυμμα αμφορέα
4. λαβή ξίφους
5. φρ. «εἰσκρούω τὸν πύνδακα»
(για οινοπώλη) χτυπώ προς τα μέσα τον πυθμένα μεταλλικού δοχείου για να ελαττώσω έτσι τη χωρητικότητά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πύνδαξ, με επίθημα -ακ-ς (πρβλ. κάμ-αξ, πίν-αξ), ανάγεται στην ίδια ΙΕ ρίζα bhudh- «έδαφος, πάτωμα» στην οποία ανάγεται και η συνώνυμη της πυθμήν. Ο τ. πύ-ν-δ-αξ έχει σχηματιστεί με μετάθεση του έρρινου επιθήματος της ρίζας μέσα στο θέμα της λ. (bhudh-n- > bund(h)-), πρβλ. και λατ. fundus «θεμέλιο», πρακριτ. bhundha- «πάτος ποτηριού». Η παρουσία μέσου ηχηρού συμφώνου -δ- στο θέμα της λ. αντί του ηχηρού δασέως -dh της ρίζας αποδίδεται στο έρρινο σύμφωνο που προηγείται (πρβλ. θάμβος, θρόμβος), ενώ η εμφάνιση ψιλού αρκτικού συμφώνου π- αντί του αναμενόμενου δασέως φ- (πρβλ. και ἀ-τέμ-βω) οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση του συνωνύμου πυθμήν. Κατ' άλλους η λ. πύνδαξ είναι δάνειο από την Γερμανική μέσω της μακεδονικής διαλέκτου, ενώ κατ' άλλους πρόκειται για λ. μακεδονικής προέλευσης (πρβλ. το μακεδονικό τοπωνύμιο Πύδνα). Κατ' άλλη άποψη, τέλος, πρόκειται για πελασγικό δάνειο (βλ. και λ. πυθμένας)].