ἀπελπίζω
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
Att. fut.
A -ιῶ D.S.19.50: pf. -ήλπικα:—despair of, τῆς πόλεως τὴν σωτηρίαν Hyp.Ath.35; τὸ μέλλον Epicur.Ep.3p.62U.; πράξεις Plb.1.19.12, etc.:—Pass., to be given up in despair, τὰ πράγματα Id.10.6.10; of persons, to be despaired of, οἱ ἀπηλπισμένοι LXX Is.29.19, cf. Plb.9.5.2; ὑπὸ τῶν ἰατρῶν D.S.1.25, D.L.8.69, cf. IG 14.966 (ἀφηλπ-). 2 ἀ. τινός despair of, Plb.1.55.2, al.; οὐκ ἀ. τινός to be confident of, Gal.8.365; περὶ τῆς νίκης D.S.2.25. 3 abs., hope that a thing will not happen, D.L.1.59. II causal, drive to despair, τινά AP11.114 (Nicarch.). III hope to receive back, μηδὲν (v.l. μηδένα) ἀπελπίζοντες Ev.Luc.6.35 (dub.).
German (Pape)
[Seite 286] 1) die Hoffnung aufgeben, verzweifeln, absol., Pol. 3, 63; τὰ πράγματα, τὴν σωτηρίαν, 1, 19. 2, 54; τῆς γῆς, τοῦ ζῆν, 1, 55. 15, 10; so auch vom Arzte, τινός, ihn aufgeben, c. inf., 16, 30, wie τὸ ζῆν, am Leben verzweifeln, D. Sic. 17, 106; περί τινος 2, 25. – Pass., aufgegeben werden, τόποι Pol. 7, 15; ἐλπίδες 24, 9. – 2) Einen hoffnungslos machen, ihn zur Verzweiflung bringen, Lucill. 41 (XI, 114). – 3) von Einem etwas hoffen, N. T., Luc. 6, 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελπίζω: μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ: πρκμ. -ήλπικα: ἐγκαταλείπω τι ἐν ἀπελπισίᾳ, κοινῶς «ἀπελπίζομαι», μνημονευτέον ὡς τὸ μέλλον οὔθ’ ἡμέτερον οὔτε πάντως οὐχ’ ἡμέτερον, ἵνα μήτε πάντως προσμένωμεν ὡς ἐσόμενον μήτ’ ἀπελπίζωμεν ὡς πάντως οὐκ ἐσόμενον Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 127, Πολύβ. 1. 19, 12, κτλ. (ἴδε ἀπογιγνώσκω): - Παθ. ἐγκαταλείπομαι ἐν ἀπελπισίᾳ, ὁ αὐτ. 10. 6, 10. 2) ἀπ. τινος, χάνω τὴν ἐλπίδα μου περὶ τινος, ὁ αὐτ. 1. 55, 2, κ. ἀλλ., ἀπ. περί τινος Διόδ. 2. 25. 3) ἀπολ., ἐλπίζω ὅτι πρᾶγμά τι δὲν θὰ συμβῇ, Διογ. Λ. 1. 59. ΙΙ. Μεταβατικ., φέρω εἰς ἀπελπισμόν, τινὰ Ἀνθ. Π. 11. 114. ΙΙΙ. ἐλπίζω νὰ λάβω ὀπίσω, προσδοκῶ ἀνταπόδοσιν, δανείζετε, μηδέν ἀπελπίζοντες Εὐαγγ. κ. Λουκ. ς΄, 35· αὕτη ἡ σημασία ἰσχυρῶς ὑποστηρίζεται ὑπὸ τῶν συμφραζομένων, ἀλλὰ δὲν ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπελπίσω, att. ἀπελπιῶ;
désespérer.
Étymologie: ἀπό, ἐλπίζω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀφελπ- D.L.1.59, Vit.Aesop.G 84, 88, IUrb.Rom.148 (II d.C.)
I 1c. régimen gener. de cosas y abstr. desesperar de, dar por perdido, perder la esperanza de c. ac. τὴν σωτηρίαν Hyp.Ath.35, (τὸ μέλλον) Epicur.Ep.[4] 127, ἀπελπίσας Ἀννίβας τὰ πράγματα estando Aníbal en una situación desesperada Plb.1.19.12, cf. D.S.19.50, συγγνώμην I.BI 5.354, αἰδῶ καὶ δόξαν Plu.2.787d, τὴν Ἰβηρίαν D.C.Epit.9.8.7
•c. gen. τευχέων A.Fr.296.10, τῶν πραγμάτων ἐγχρονιζομένων Chrysipp.Stoic.3.118, τῆς γῆς Plb.1.55.2, τοῦ ζῆν Plb.15.10.7, (τῆς σωτηρίας) I.BI 4.397, Cyr.H.Catech.2.19, ταύτης ... τῆς μαντείας Gal.8.365
•c. περὶ y gen. περὶ τῆς νίκης D.S.2.25
•c. inf. perder la esperanza de αἱρήσειν Plb.9.6.8, ἥξειν Plb.15.25.29, Ἁβροκόμην ὄψεσθαι X.Eph.1.14.5, οὐκ εἰκὸς ἦν ἀπελπίσαι τὰ πάντα ὑπὲρ αὐτοῦ πείσεσθαι; Eus.DE 3.5, οὐκ ἀπελπίζω καὶ τῶν ἄλλων τινὰς εἶναι τοιούτους D.Chr.31.91
•abs. οἱ ἀπηλπικότες los desesperados Plb.3.63.13, μηδ' ἀπελπίσῃς y no pierdas la esperanza Babr.43.18, cf. Vit.Aesop.G 84, Aristaenet.2.1.25, D.L.1.59.
2 c. ac. gener. de pers. quitar la esperanza, dar por perdido τὸν νοσοῦντα Vit.Aesop.G 88, ἑαυτόν Herm.Vis.3.12.2, ἄλλον AP 11.114 (Lucill.)
•en v. pas. ser dado por perdido, ser considerado un caso desesperado οἱ ἀπηλπισμένοι SB 8266.20 (III a.C.), 8334.20 (I a.C.), Plb.9.5.2, LXX Is.29.19, 1Ep.Clem.59.3, πράξεις Plb.10.6.10, ἐλπίδες Plb.16.32.2
•medic. ser desahuciado ὑπὸ τῶν ἰατρῶν D.S.1.25, D.L.8.69, Aesop.34.1, 2, ὑπὸ παντὸς ἀνθρώπου IUrb.Rom.148.
II esperar a cambio μηδὲν ἀπελπίζοντες Eu.Luc.635.
English (Strong)
from ἀπό and ἐλπίζω; to hope out, i.e. fully expect: hope for again.
English (Thayer)
(ἀφελπίζω) equivalent to ἀπελπίζω, which see; cf. ἀφειδον.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἀπελπίζω)
1. χάνω την ελπίδα μου, απογοητεύομαι
2. κάνω κάποιον να χάσει την ελπίδα του
αρχ.
1. ελπίζω ότι κάτι δεν θά συμβεί
2. περιμένω ανταπόδοση
3. (-ομαι)
χάνω την ελπίδα μου.
Greek Monotonic
ἀπελπίζω: μέλ. -ίσω, Αττ. -ιῶ· παρακ. -ήλπικα· παραδίδομαι στην απόγνωση, απελπίζομαι, σε Καινή Διαθήκη (ορισμένοι ερμηνεύουν, ελπίζω να λάβω ανταπόδοση από κάποιον)· οδηγώ στην απόγνωση, τινά, σε Ανθ.