καλιά

From LSJ
Revision as of 21:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλιά Medium diacritics: καλιά Low diacritics: καλιά Capitals: ΚΑΛΙΑ
Transliteration A: kaliá Transliteration B: kalia Transliteration C: kalia Beta Code: kalia/

English (LSJ)

Ion. καλ-ιή, ἡ,

   A wooden dwelling, hut, Hes.Op.374, 503, Call. Fr.131; esp. barn, granary, Hes.Op.301, 307; bird's nest, Theoc. 29.12, Ps.-Phoc.84, A.R.1.170, 4.1095, Luc.Syr.D.29, Anacreont. 25.7; lair, ὕστριχος Call.Dian.96; shrine or grotto, containing the image of a god, AP6.253 (Crin.), IG12(2).484.15 (Mytil.). Cf. καλιός. [ῑ in Hes., etc.; ῐ in Theoc. and Ps.-Phoc.]

German (Pape)

[Seite 1308] ἡ, ion. καλιή (von κᾶλον mit veränderter Quantität des α, vgl. καλιός), hölzerne Wohnung, Hütte, VLL.; Scheune, Hes. O. 299. 372; Ap. Rh. 1, 170 u. Schol. dazu; Grotte oder Kapelle des Pan, Crinag. 7 (VI, 253). Bei Hesych. ξύλινά τινα περιέχοντα ἀγάλματα εἰδώλων. Bei Ap. Rh. 4, 1095 Kerker; Vogelkäfig Poll. 10, 160. – Gew. das Nest der Vögel; Theocr. 29, 12; Phocyl. 79; χελιδόνος Anacr. 25, 3; Luc. Dea Syr. 29 u. oft. [Das ι ist nur bei Theocr. u. Phocyl. kurz, in den anderen Dichterstellen lang.]

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλιά: Ἰων. καλιή, ἡ, ξυλίνη κατοικία, καλύβη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 372, 501, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 170, Δ. 1095· ἰδίως ἀποθήκη, σιτοβολών, Ἠσυχ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 299, 305· φωλεὰ πτηνοῦ, Θεόκρ. 29. 12, Ψευδο-Φωκυλ. 79, Λουκ. π. τῆς Συρ. Θεοῦ 29, κτλ.· - ὡσαύτως, ξύλινος σηκὸς περιέχων ἄγαλμα θεοῦ, ἢ σπήλαιον, Πανός… καλιή Ἀνθ. Π. 6. 253. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλιαί· νοσσιαὶ ἐκ ξύλων. καὶ ξύλινά τινα περιέχοντα ἀγαλμάτια εἰδώλων. δηλοῖ δὲ καὶ σκηνὴν (ἤ) οἰκίαν». Πρβλ. καλιός. ῑ παρ’ Ἡσ., κλ.· ἀλλὰ ῐ παρὰ Θεοκρ. καὶ Ψευδο-Φωκυλ..

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
1 cabane, hutte;
2 grenier;
3 nid d’oiseau.
Étymologie: DELG pê apparenté à καλύπτω.

Greek Monolingual

η (Α καλιά και ιων. τ. καλιή, ἡ)
νεοελλ.
καταφύγιο ή κατοικία ζεύγους νεονύμφων ή ερωτευμένων, φωλιά («ερωτική καλιά)
αρχ.
1. ξύλινη κατοικία ή παράπηγμα πλεγμένο με κλαδιά, καλύβα
2. αποθήκη σιτηρών, σιτοβολώνας
3. ξύλινος σηκός ή σπήλαιο που περιείχε άγαλμα θεού («Πανὸς τ' ἠχήεσσα καλιή», Ανθ. Παλ.)
4. φωλιά πτηνού («οἰκίσκος ὀρνίθειος», Πολυδ.)
5. (κατά τον Ησύχ.) «καλιαί
νοσσιαὶ ἐκ ξύλων καὶ ξύλινά τινα περιέχοντα ἀγαλμάτια εἰδώλων
δηλοῑ δὲ καὶ σκηνὴν ἢ οἰκίαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Λόγω της μακρότητας του -ι- δεν εμφανίζει μάλλον τη γνωστή κατάλ. -ιά. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kel- «κρύβω, καλύπτω», ενώ παραμένει ατεκμηρίωτη η σύνδεση της λ. με το ρ. καλύπτω.

Greek Monotonic

κᾰλιά: Ιων. -ιή, ἡ, ξύλινη κατοικία, καλύβα, σταύλος, σε Ησίοδ.· φωλιά πουλιού, σε Θεόκρ. (, σε Ησίοδ.· , σε Θεόκρ.).