ἐκτραχηλίζω

From LSJ
Revision as of 21:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτρᾰχηλίζω Medium diacritics: ἐκτραχηλίζω Low diacritics: εκτραχηλίζω Capitals: ΕΚΤΡΑΧΗΛΙΖΩ
Transliteration A: ektrachēlízō Transliteration B: ektrachēlizō Transliteration C: ektrachilizo Beta Code: e)ktraxhli/zw

English (LSJ)

Att. fut. -ιῶ, prop. of a horse,

   A throw the rider over its head, X.Cyr.1.4.8, Plu.2.58f: generally, break a person's neck, Ar. Lys.705; overturn, τὰ ὄρη Tab.Defix.Aud.271.26 (Hadrumetum, iii A.D.); κλίμακας Ph.Bel.85.38:—Pass., break one's neck, Ar.Nu.1501, Pl.70, Luc.Merc.Cond.42.    2 metaph., ruin, pervert, D.9.51, Luc. Rh.Pr.10, Alciphr.3.40, Porph.Abst.1.42; εἰς ὑπερηφανίαν Mich.in EN523.20:—Pass., εἰς ἀτόπους πράξεις Ph.Fr.102 H.    II metaph., cause to lose control of one's language, ἐ. τινὰς αἱ τραγψδίαι Hermog. Id.1.6.    III behead, Gloss.

German (Pape)

[Seite 783] über den Hals ab-, herunterwerfen, vom Pferde, Xen. Cyr. 1, 4, 8; übh. herunterstürzen, den Hals brechen, Ar. Lys. 705 Nubb. 1501; ἵν' ἐκεῖθεν (von einer Höhe) ἐκτραχηλισθῇ πεσών Plut. 70; dah. zu Grunde richten, Luc. Tox. 14 u. a. Sp., wie Alciphr. 3, 40. – Pass., sich köpflings ins Unglück stürzen, Dem. 9, 51. – Sp., wie Dio Chrys., stolz machen, u. Hermog. in hochtrabenden Ausdrücken vortragen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτρᾰχηλίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, κυρίως ἐπὶ ἵππου, ῥίπτω τὸν ἀναβάτην ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς μου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8. Πλούτ. 2. 58F: καθόλου, θραύω τινὸς τὸν τράχηλον, Ἀριστ. Λυσ. 705: - Παθ., θραύω τὸν ἴδιόν μου τράχηλον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1501, Πλ. 70˙ μεταφ., Δημ. 124. 7. ΙΙ. ὁμιλῶ μετὰ στόμφου, Ἑρμογ. Περὶ Σεμνότητος.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐξετραχήλισα;
1 jeter à bas par-dessus son cou en parl. d’un cheval, désarçonner;
2 rompre le cou ; Pass. se rompre le cou ; fig. plonger dans le malheur.
Étymologie: ἐκ, τράχηλος.

Spanish (DGE)

I tr.
1 romper el cuello, desnucar πρὶν ἂν τοῦ σκέλους ὑμᾶς λαβών τις ἐκτραχηλίσῃ φέρων Ar.Lys.705, (τὰ παιδία) ἄνωθεν ἀπὸ τῶν τειχῶν ἐξετραχήλιζεν αὑτά Plu.Brut.31, μή σε ἐκτραχηλίσῃ Luc.Rh.Pr.10, en v. pas. ἀθλητὴς ὑπὸ ῥώμης δυνατωτέρας ἐκτραχηλιζόμενος Ph.2.413
fig. ὁρκίζω σε τὸν ... τὰ ὄρη ἐκτραχηλίζοντα te conjuro a tí, que rompes el espinazo de los montes, TDA 271.26 (Hadrumeto II d.C.)
echar a perder, precipitar a la ruina οἷόν σε, ὦ γεωργία, τὸ ... φροντιστήριον ἐξετραχήλισε Alciphr.2.38.3, τὸ δὲ οἴεσθαι ... πολλοὺς ... τῶν βαρβάρων ἐξετραχήλισεν Porph.Abst.1.42, πολλοὺς ... ἡ εὐτυχία ... ἐκτραχηλίζει Mich.in EN 523.28, ἐκτραχηλίζουσι δ' αὐτοὺς αἱ ... τραγῳδίαι Hermog.Id.1.6 (p.249), cf. Luc.Tox.14, en v. pas. ἵνα μὴ εἰς ἀτόπους πράξεις ἐκτραχηλισθῇς Ph.Fr.p.102.
2 despedir por encima del cuello el caballo al jinete ὁ ἵππος πίπτει εἰς γόνατα, καὶ μικροῦ κἀκεῖνον ἐξετραχήλισεν X.Cyr.1.4.8, cf. Plu.2.58f
fig. c. ac. de cosa desmontar, echar abajo, abatir ἐκτραχηλίζειν τὰς ... κλίμακας Ph.Bel.85.38.
II intr. en v. med.-pas. romperse el cuello, desnucarse ἢ 'γὼ πρότερόν πως ἐκτραχηλισθῶ πεσών Ar.Nu.1501, cf. Pl.70, Plb.4.58.10, ἐκτραχηλισθῆναι διαμαρτόντος τοῦ ποδός Luc.Merc.Cond.42, οὐ δεῖ ... ἐκτραχηλισθῆναι no hay que dejarse romper el cuello D.9.51.

Greek Monolingual

και ξετραχηλίζω (AM ἐκτραχηλίζω)
μσν.- νεοελλ.
μέσ. παραφέρομαι, παρασύρομαι
μσν.
μέσ. γυμνώνω τον τράχηλο ή το στήθος
αρχ.
1. (για άλογο) ρίχνω τον αναβάτη πάνω από το κεφάλι μου
2. γεν. σπάω τον λαιμό κάποιου
3. ανατρέπω
4. μτφ. καταστρέφω, αφανίζω
5. παρασύρω
6. παρασύρω κάποιον να μιλά με στόμφο
7. καρατομώ.

Greek Monotonic

ἐκτρᾰχηλίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, λέγεται για άλογο που ρίχνει τον αναβάτη πάνω από το κεφάλι του, σε Ξεν. — Παθ., σπάζω το λαιμό μου, σε Αριστοφ.· μεταφ., βυθίζομαι με το κεφάλι στην καταστροφή, αφανίζομαι, σε Δημ.