γέννημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is produced or born, child, S.Tr.315; παίδων τῶν σῶν νέατον γ. Id.Ant.627; τῶν Λαΐου . . τις ἦν γεννημάτων Id.OT1167: generally, any product or work, Pl.R. 597e, etc.: in pl., fruits of the earth, Plb.1.71.1, etc.; τῶν στοιχείων Phld.Sign.37. 2 breeding, δηλοῖ τὸ γ. ὠμὸν (sc. ὄν) . . παιδός S.Ant.471. II Act., begetting, A.Pr. 850 (pl., s.v.l.). 2 producing, Pl.Sph.266d.
German (Pape)
[Seite 483] τό, 1) das Erzeugte, Kind, Soph. O. R. 1167 Ant. 623; Werk, θεοῦ Plat. Soph. 266 b u. sonst; von Früchten, Pol. 3, 87, 1; γεννήματα ἐχιδνῶν Matth. 3, 7; vgl. Phryn. p. 286. – 2) Bei Plat. Soph. 266 d hat es akt. Bdtg, das Hervorbringen, wie bei Aesch. Prom. 852 = Erzeugen.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. 1 enfant, rejeton;
2 au sens mor. produit de la nature ou de l’éducation, nature, caractère;
II. celui qui engendre ou produit.
Étymologie: γεννάω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): dór. γένναμα Ti.Locr.94d
I como n. concr. lo engendrado
1 de pers. y anim. vástago, hijo, cría παίδων τῶν σῶν νέατον γ. de tus hijos el nacido el último S.Ant.627, τῶν Λαΐου ... γεννημάτων S.OT 1167, cf. Tr.315, γεννήματα ... θεῶν ref. a los atenienses, Pl.Ti.24d, γεννήματα γυναικῶν del género humano, LXX Si.10.18, γ. ... μητρὸς θαλασσίας de Aquiles, D.Chr.58.5, γεγεννῆσθαι ὑπὸ τοῦ πατρὸς τοῦτο τὸ γ. de Cristo nacido del padre, Iust.Phil.Dial.129.4, τινὸς ζῴου γ. Aesop.37, ὁ ἀετὸς ... τὰ γεννήματα ἀναρπάσας Aesop.1.1, cf. 243.1, γεννήματα ἐχιδνῶν crías de víboras dicho de los fariseos Eu.Matt.3.7, Eu.Luc.3.7.
2 plu. frutos de la tierra ἐν χώρᾳ πρὸς πάντα τὰ γεννήματα διαφερούσῃ Plb.3.87.1, cf. 1.79.6, ἀπὸ τῶν ἐκ τῆς χώρας γεννημάτων Plb.1.71.1, γεννημάτων ληνοῦ καὶ ἅλωνος Didache 13.3, cf. Phryn.249.
3 lo creado en el sent. más genérico de obra, producto τὸν (δημιουργόν) τοῦ τρίτου ... γεννήματος Pl.R.597e, γεννήματ' ἐστὶ πάντα (τὰ φανερά) τῶν στοιχείων Phld.Sign.37.5, καπνὸς τοῦ σέλαος γ. Sch.Ar.V.459, τοὺς δὲ ἀστέρας γεννήματα αὐτοῦ (κόσμου) Ach.Tat.Intr.Arat.5, τὸν θεόν, οὗ τάδε πάντα ἔργα τε καὶ γεννήματα Them.Or.1.2d, ἄμορφα ... τῶν αἰώνων τὰ γεννήματα Hippol.Haer.6.31, τὴν <δὲ> δευτέραν Τετράδα, γ. πρώτης Τετράδος Iren.Lugd.Haer.1.18.1, cf. Ti.Locr.l.c., Them.Or.6.78c, Porph.Sent.13, Procl.Inst.195, Clem.Al.Strom.7.3.21
•fig. hechura, obra θεωρίας καὶ ζητήσεως γ. εἶναι τὸν λόγον Corn.ND 16, τὰ χρυσᾶ σου γεννήματα ref. a las palabras de un discurso, Procop.Gaz.Ep.166, ref. a doctrinas y libros, Marin.Procl.23, Paul.Aeg.praef.
II como n. de acción
1 acción de engendrar en plu. modos de engendrar c. gen. subjet. ἐπώνυμον τῶν Διὸς γεννημάτων nombrado por cómo lo engendró Zeus A.Pr.850
•fig. creación τὸ ... ὁμοιωμάτων τινῶν γ. Pl.Sph.266d.
2 en sent. pas. el ser engendrado de ahí naturaleza, carácter heredado δηλοῖ τὸ γέννημ' ὠμὸν ἐξ ὠμοῦ πατρὸς τῆς παιδός es evidente la naturaleza indómita de la hija, heredera de un padre indómito S.Ant.471
•en plu. modos de producirse, formación κατὰ γεννήματα τῶν φύσει ὄντων ἀδήλων Phld.Sign.fr.3
•fig. nacimiento, origen τὸ γ. τῆς σοφίας Hippol.Haer.6.31.
English (Strong)
from γεννάω; offspring; by analogy, produce (literally or figuratively): fruit, generation.
Greek Monolingual
το (AM γέννημα, Α και γένημα)
1. (για ανθρώπους και ζώα) το τέκνο, το παιδί («όχι σαν ξένο γέννημα μα πάντα ωσάν παιδί σου»
«ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν», ΚΔ
«Αἵμων, παίδων τῶν σῶν νέατον γέννημα», Σοφ.)
2. πληθ. οι καρποί της γης, κυρίως τα σιτηρά («ἐκ τοῡ γεννήματος τῆς ἀμπέλου», «οἰνικὰ καὶ σιτικὰ γεννήματα»)
3. δημιούργημα, προϊόν («γεννήματα της φαντασίας σου»
«μίαν είχαμεν αδελφήν, το γέννημα του ήλιου»
«τὸν θεὸν οὗ τάδε πάντα τε ἔργα ἐστὶ καὶ γεννήματα»)
μσν.- νεοελλ.
(για τον τόπο καταγωγής και ανατροφής) «Αθηναίος γέννημα και θρέμμα»
αρχ.
1. η φύση, ο χαρακτήρας ενός προσώπου («δηλοῑ τὸ γέννημ' ὠμὸν ἐξ ὠμοῡ πατρὸς τῆς παιδός», Σοφ.)
2. το να γεννά κάποιος κάποιον
3. το να παράγει κάποιος κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. γέννημα < γεννώ
το μτγν. γένημα προήλθε από το γέννημα, πιθ. κατ' επίδραση του γένος ή απευθείας αναγωγή στη ρίζα γεν- (πρβλ. εγενόμην) (βλ. και λ. γεννώ)].
Greek Monotonic
γέννημα: -ατος, τό,
I. 1. αυτό που παράγεται ή γεννιέται, το τέκνο, σε Σοφ.· κάθε προϊόν ή έργο, σε Πλάτ.
2. αναπαραγωγή, φύση, σε Σοφ.
II. Ενεργ., γέννηση, σε Αισχύλ.