ἐπικρεμάννυμι
ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings
English (LSJ)
and ἐπικρεμαννύω,
A hang over, ἄτην τινί Thgn.206 codd.; κίνδυνον Plb.2.31.7; φόβον D.S.16.50. II. Pass., ἐπικρέμαμαι, aor. ἐπεκρεμάσθην, overhang, of a rock, h.Ap.284; οἰκία ἐπικρεμαμένη τῇ ἀγορᾷ Plu.Publ.10: metaph., hang over, threaten, θάνατος Simon.39.3; δόλιος αἰών Pi.I.8(7).14 (tm.); τιμωρία Th.2.53; ἐπικρεμάμενος κίνδυνος impending danger, Id.7.75, cf.3.40: c.dat.pers., ἐπικρέμαθ' ἧμιν ὄλεθρος A.R.3.483; Ep.3pl. impf. ἐπεκρεμόωντο Nonn.D.20.173.
German (Pape)
[Seite 953] (s. κρεμάννυμι), daran-, darüber-, an-, aufhängen, u. pass. ἐπικρέμαμαι, darüberhangen; ὕπερθε πέτρη ἐπικρέμαται H. h. Apoll. 284; οἶκος ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Plut. Popl. 10; gew. übertr., ἐπικρέμαται θάνατος, droht, steht bevor, Simonds. bei Plut. Consol. ad Apoll. p. 330; ἐπεκρέματ' ἠμῖν ὄλεθρος Ap. Rh. 2, 173; ὑπὸ μεγέθους τοῦ ἐπικρεμαμένου ἔτι κινδύνου, die noch drohende Gefahr, Thuc. 7, 75, wie μηδὲ τοῦ ἐπικρεμασθέντος ποτὲ δεινοῦ ἀμνημονοῦντες 3, 40, vgl. 2, 53; act., Ῥωμαίοις μέγαν ἐπικρεμάσασα κίνδυνον Pol. 2, 31, 7; ähnl. Theogn. 206 οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν, er verhängte nicht; Sp., ἆθλος ζωᾶς ἐπεκρέματο Antisti. 1 (VI, 237).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικρεμάννῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -κρεμάσω ᾰ, Ἀττ. -κρεμῶ. Ἐπικρεμῶ, ἄτην τινὶ Θέογν. 206˙ κίνδυνον Πολύβ. 2. 31, 7˙ φόβον Διόδ. 16. 50. ΙΙ. Παθ. ἐπικρέμαμαι, ἀόρ. ἐπεκρεμάσθην: - κρέμαμαι ἄνωθεν, περὶ κρημνώδους πέτρας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 2. 84˙ οἶκος ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Πλουτ. Ποπλικ. 10: - μεταφ., ἐπίκειμαι, ἐπαπειλῶ, Λατ. imminere, θάνατος Σιμων. 48˙ δόλιος αἰὼν Πινδ. Ι. 8. 28˙ τιμωρία Θουκ. 2. 53˙ ἐπικρεμάμενος κίνδυνος, ἐπικείμενος κίνδυνος, ὁ αὐτ. 7. 75, πρβλ. 3. 40˙ μετὰ δοτ. προσ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 483˙ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐπικρεμόωνται Νόνν. Δ. 20. 173.
French (Bailly abrégé)
suspendre au-dessus de.
Étymologie: ἐπί, κρεμάννυμι.
Greek Monolingual
ἐπικρεμάννυμι και ἐπικρεμαννύω, παθ. ἐπικρέμαμαι (Α)
1. κρεμώ από ψηλά, από πάνω
2. μτφ. κρεμώ, σείω κάτι κακό πάνω από κάποιον, απειλώ («ἀλλ’ ὁ μὲν αὐτὸς ἔτεισε κακὸν χρέος οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρεμάννυμι «κρεμώ»].
Greek Monotonic
ἐπικρεμάννῡμι: και -ύω, μέλ. -κρεμάσω [ᾰ], Αττ. -κρεμῶ· αόρ. αʹ -εκέρᾰσα, Επικ. απαρ. -κρῆσαι·
I. κρεμώ κάτι πάνω σε, τί τινι, σε Θέογν.
II. Παθ., ἐπικρέμαμαι, αόρ. αʹ -εκρεμάσθην· κρέμομαι από πάνω, λέγεται για βράχο, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.· μεταφ., επίκειμαι, απειλώ, Λατ. imminere, σε Θουκ.