ἐρετμόν
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
τό,
A oar, poet. for κώπη, πῆξαί τ' ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν Od.11.77, cf. 23.276, Pi.P.4.18, E.El.433(lyr.), etc. ; εὐῆρες ἐ. Od.11.121,129, etc. : pl., εὐήρε' ἐ. ib.125 ; ἐρετμοῖσι φρύξουσι Orac. ap.Hdt.8.96, cf. E.IA1388 (troch.), IT1485 : metaph., πτερύγων ἐ. A.Ag.52 (anap.). II = τὸ ἀνδρεῖον αἰδοῖον, Hsch. (A fem. form ἐρετμαῖς = κώπαις is found in Hsch.)
German (Pape)
[Seite 1025] τό, im sing. seltener als das Folgde, im plur. die gew. Form, das Ruder, εὐήρε' ἐρετμά , Od. 11. 124 u. öfter; sonst bleibt das, genus unentschieden.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρετμόν: τό, Λατ. remus, ποιητ. ἀντὶ κώπη, πῆξαί τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμὸν Ὀδ. Λ. 77, πρβλ. Ψ. 276, Πίνδ., Αἰσχύλ., κλ.· εὐῆρες ἐρετμὸν Ὀδ. Λ. 121, 129, κτλ.· οὕτω, κατὰ πληθ., εὐήρε’ ἐρετμὰ αὐτόθι 124· ἐρετμοῖσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 96· ἐρετμὰ Εὐρ. Ι. Α. 1388, Ι. Τ. 1485: ― ἐπὶ πτερύγων, ἴδε τὸ ῥῆμα ἐρέσσω ΙΙ. 1. ΙΙ. «τὸ ἀνδρεῖον αἰδοῖον» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
rame.
Étymologie: ἐρέσσω.
English (Autenrieth)
oar. (Od. and Il. 1.435.) (The cut, from an antique vase, represents a different way of working the oars from that of the Homeric age; see cut No 120.)
English (Slater)
ἐρετμόν
1 oar “ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” (P. 4.18)
Greek Monolingual
ἐρετμόν, τὸ (AM)
1. το κουπί («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν» — και να ορθώσεις πάνω στο μνήμα κουπί, Ομ. Οδ.)
2. μτφ. το αντρικό μόριο
3. μτφ. το φτερό πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῑσιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερε- του τ. ερέτης, με διαφορετικό επίθημα. Η λ. μαρτυρείται από τον Όμηρο και τους ποιητές, ενώ στον πεζό λόγο χρησιμοποιείται συνηθέστερα η λ. κώπη. Από τον τ. ερετμόν προέρχεται το μετονοματικό ερετμώ καθώς και το κύριο όνομα Ερετμεύς που απαντά στον Όμηρο, ο ίδιος δε ο τ. ερετμόν εμφανίζεται σε αρκετά σύνθετα ως β’ συνθετικό: δολιχήρετμος, εξήρετμος, επήρετμος, ευήρετμος, ισήρετμος, λευκήρετμος, φιλήρετμος.
Greek Monotonic
ἐρετμόν: τό (ἐρέσσω), Λατ. remus, κουπί, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για φτερούγες, βλ. ἐρέσσω.