Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κόρις

From LSJ
Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρις Medium diacritics: κόρις Low diacritics: κόρις Capitals: ΚΟΡΙΣ
Transliteration A: kóris Transliteration B: koris Transliteration C: koris Beta Code: ko/ris

English (LSJ)

ιος, Att. εως, ὁ,

   A bug, Cimex lectularius, οἱ κόρεις Ar.Nu.634 (with a play on Κορίνθιοι, cf. 710), Ra.115, al.: also fem., Sor.2.29, Phryn.277 (acc. to Suid. with gen. κόριδος, wh. is not found in Classical Gr., cf. [Gal.] 14.538).    II kind of fish, = ἔσχαρος, Dorioap. Ath.7.330a.    III a kind of St. John's wort, Hypericum empetrifolium, Dsc.3.157, Aët.16.17.

German (Pape)

[Seite 1486] ιος, att. εως, ὁ, bei Sp. auch ἡ, was Phryn. 307 verwirft; B. A. 1391 wird von Choerobosc. auch als fehlerhaft τὰς κόριδας angeführt; – die Wanze; οἱ κόρεις Ar. Ran. 115, öfter, der sie Nubb. 710 auch komisch Κορίνθιοι nennt; Arist. H. A. 5, 31 u. Sp. – Bei Ath. VII, 330 a ein Fisch, = ἔσχαρος. – Eine Art Johanniskraut, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κόρις: -ιος, Ἀττ. εως, ὁ, «κοριός», Cimex lectularius, οἱ κόρεις Ἀριστοφ. Νεφ. 634 (μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὀνόματος Κορίνθιοι, πρβλ. 710), Βάτρ. 115, ἀλλ.· ὡσαύτως θηλ. κατὰ τὸν Σουΐδ., μετὰ γεν. κόριδος· παραδείγματα τῆς γεν. ταύτης ἀπαντῶσιν, ἀλλ’ οὐδὲν παράδειγμα θηλυκοῦ γένους, ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 308. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 330Α. ΙΙΙ. εἶδος ὑπερείκου, κοιν. «σπαθοχόρτου», Διοσκ. 3. 174.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
punaise, insecte.
Étymologie: DELG cf. russe kori « mite » ; R. *κερ- couper, cf. κείρω.

Greek Monolingual

ο (ΑM κόρις, -ιος και αττ. τ. -εως, ὁ και ἡ, και κόρις, -ιδος, ή)
1. το παράσιτο και ενοχλητικό έντομο κοριός (α. «κόρεις οἱ ἀπὸ κλίνης», Διοσκ.
β. «κόρεων ὥσπερ ἡμεῑς ἀνάπλεως», Λουκιαν.)
αρχ.
1. το φρυγανώδες και θαμνώδες φυτό υπερικόν το εμπετρόφυλλον
2. είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα kor- της ΙΕ ρίζας ker- «τέμνω» (πρβλ. κείρω). Πλήρη αντιστοιχία παρουσιάζει ο ρωσ. τ. kori «σκόρος». Η λ. κόρις σχηματίστηκε όπως τα τρόπις, τρόφις, τρόχις.
ΠΑΡ. αρχ. κορίζω (Ι)
μσν.
κόριζα
μσν.- νεοελλ.
κορεός].

Greek Monotonic

κόρις: -ιος, Αττ. -εως, , πληθ. κόρεις, κοριός, Λατ. cimex, σε Αριστοφ.