Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυβεύω

From LSJ
Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβεύω Medium diacritics: κυβεύω Low diacritics: κυβεύω Capitals: ΚΥΒΕΥΩ
Transliteration A: kybeúō Transliteration B: kybeuō Transliteration C: kyveyo Beta Code: kubeu/w

English (LSJ)

   A play at dice, Cratin.195, Ar.Ec.672, Isoc.15.287, etc.    2 metaph., run a risk or hazard, περὶ διπλασίων X.HG6.3.16, cf. Plu.Art.17; περὶ τοῖς φιλτάτοις Pl.Prt.314a; κ. τῷ βίῳ Plb.Fr. 6.    II trans., run the risk of, venture on, κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρη E.Rh.446:—Pass., to be staked, AP7.427.13 (Antip.Sid.).    2 c.acc.pers., cheat, defraud, Arr.Epict.2.19.28, cf. 3.21.22.

German (Pape)

[Seite 1523] mit Würfeln spielen, wü rse in; Ar. Eccl. 672; Isocr. u. A.; περὶ διπλασίων, um das Doppelte, Xen. Hell. 3, 6, 16; περὶ χιλίων δαρεικῶν plut. Artax. 17; πρὸς ἀλλήλους περὶ τῶν γυναικῶν Ath. X, 444 f. – Uebertr., aufs Spiel setzen, wagen; τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρην Eur. Rhes. 446; καὶ κινδυνεύειν περὶ τοῖς φιλτάτοις Plat. Protag. 314 a; vgl. Mel. 73 (XII, 47); auch τῷ βίῳ, Pol. bei Suid.; – τὸ κυβευθὲν πνεῦμα, Antp. Sid. 93 (VII, 427).

Greek (Liddell-Scott)

κῠβεύω: (κύβος) παίζω τοὺς κύβους, Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 13, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 672, Ἰσοκρ., κτλ. 2) μεταφ., ῥιψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω, περὶ διπλασίων Ξεν. Ἑλλ. 6. 3. 16· περὶ τοῖς φιλτάτοις Πλάτ. Πρωτ. 314Α· κ. τῷ βίῳ Πολύβ. παρὰ τῷ Σουΐδ. ΙΙ. μεταβ., διακινδυνεύω, ἀποτολμῶ, κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρην Εὐρ. Ῥῆσ. 446· ― Παθ., τὸ κυβευθὲν πνεῦμα Ἀνθ. Π. 7. 427, πρβλ. κινδυνεύω. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 28.

French (Bailly abrégé)

jouer aux dés : περὶ διπλασίων sur une mise double.
Étymologie: κύβος.

Greek Monolingual

κυβεύω) κύβος
νεοελλ.
ασκώ κυβεία χρηματιστηριακών αξιών
μσν.
(συν. σχετικά με χρυσό) νοθεύω
αρχ.
1. παίζω τους κύβους, ρίχνω τα ζάρια («ἕτεροι δ' ἐν τοῑς σκιραφείοις κυβεύουσι», Ισοκρ.)
2. ριψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω
οὐδέ γε τῶν κυβευτῶν οἵτινες αὖ, ἐὰν ἕν τι ἀποτύχωσι, περὶ διπλασίων κυβεύουσι», Ξεν.)
3. εξαπατώ, παραπλανώ, ξεγελώ.

Greek Monotonic

κῠβεύω: μέλ. -σω, (κύβος),
1. παίζω στα ζάρια, σε Αριστοφ. κ.λπ.
2. μεταφ., διατρέχω κίνδυνο, ριψοκινδυνεύω, διακυβεύω, σε Ξεν. κ.λπ.· με αιτ., ρισκάρω, διακινδυνεύω σε, σε Ευρ. — Παθ., τίθεμαι σε κίνδυνο, διακυβεύομαι, σε Ανθ.