πάντοθεν
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
Adv., (πᾶς)
A from all quarters, from every side, Il.15.623, S.OC1240 (lyr.), etc.; π. πληθύνομαι A.Ag.1370: in Ion. Prose, Hdt.2.138, 7.129: rare in Att. (πανταχόθεν being preferred), Pl. Criti.117e; μὴ π. κέρδαινε Men.625, cf. Mon.63; οὐ μόνον κατ' εὐθυωρίαν, ἀλλὰ π. Arist.PA656b29; π. λαμβάνειν Id.EN1121b32: freq. with Prep., π. ἐκ κευθμῶν Il.13.28; περὶ γὰρ κακὰ π. ἔστη Od. 14.270: c. gen., π. εἰδώλων Arat.455:—the form πάντοθε is only v.l. in Hdt.7.225, Theoc.17.97, AP11.85 (Lucill.).—On the accent, v. A.D.Adv.192.2.
German (Pape)
[Seite 464] von allen Orten, allen Seiten her; πάντοθεν ἐκ κευθμῶν, Il. 13, 28; περὶ γὰρ κακὰ πάντοθεν ἔστη, Od. 14, 270; Pind. u. Tragg., wie Aesch. Ag. 1343 Soph. O. C. 1242; u. in Prosa, Her. 7, 225; Plat. Critia. 117 e; auch c. gen., Arat. 455. – Die Form πάντοθε hat Theocr. 17, 97.
Greek (Liddell-Scott)
πάντοθεν: Ἐπίρρ. (πᾶς) ἐκ παντὸς μέρους, πανταχόθεν, Λατ. undique, Ἰλ. Ο. 623, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1370, Σοφ. Ο.Κ. 1240, κλ.· ὡσαύτως παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις, Ἡρόδ. 2 138., 7. 129 ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττικ. (προτιμᾶται τὸ πανταχόθεν), Πλάτ. Κριτί. 117Ε· μὴ π. κέρδαινε Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 80, πρβλ. Μονόστ. 63· οὐ μόνον κατ’ εὐθυωρίαν, ἀλλὰ π. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2.10, 16· π. λαμβάνειν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ν. 4. 1, 40· ― συχν. μετὰ προθ., πάντοθεν ἐκ κευθμῶν Ἰλ. Ν. 28·―περὶ γὰρ κακὰ πάντοθεν ἔστη Ὀδ. Ξ. 270· μετὰ γενικ. Ἄρατ. 455 ― Ὁ τύπος πάντοθε (μεθ’ Ὅμ) ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ. 7. 225 Θεοκρ. 17. 97, Ἀνθ. Π. 11. 85. Περὶ τοῦ τονισμοῦ, ὅρα Α. Β. 605.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. πάντοθε.
English (Autenrieth)
English (Slater)
πάντοθεν
1 from all sides, all about γυίοις περάπτων πάντοθεν φάρμακα (P. 3.52) πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν (N. 6.45)
English (Strong)
adverb (of source) from πᾶς; from (i.e. on) all sides: on every side, round about.
English (Thayer)
(πᾶς), adverb, from Homer down, from all sides, from every quarter: L T WH Tr (but the last named hem πάντοθεν; cf. Chandler § 842); bez elz; Hebrews 9:4.
Greek Monolingual
Α και πάντοθε, ΝΜΑ
επίρρ. από όλα τα μέρη, από παντού («ὁ... λιμὴν ἔγεμε πλοίων καὶ ἐμπόρων ἀφικνουμένων πάντοθεν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επιρρμ. κατάλ. -θε / -θεν].
Greek Monotonic
πάντοθεν: επίρρ. (πᾶς), από όλα τα μέρη, από κάθε πλευρά, Λατ. undique, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.