ποάζω

From LSJ
Revision as of 01:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποάζω Medium diacritics: ποάζω Low diacritics: ποάζω Capitals: ΠΟΑΖΩ
Transliteration A: poázō Transliteration B: poazō Transliteration C: poazo Beta Code: poa/zw

English (LSJ)

   A weed, cj. in Philem.116.4.    II of ground, produce grass, Str.5.3.8, 12.2.7; of the sea, appear grassy with seaweed, Id.16.4.7.

German (Pape)

[Seite 642] grasen od. krauten, d. i. Unkraut aussuchen, ausraufen, jäten, Theophr. Auch = mit Gras grünen, ποάζον πεδίον, Strab. 12, 3, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ποάζω: βοτανίζω, ἐκβάλλω, ἐκριζῶ τὰς ἀχρήστους βοτάνας, πρβλ. ποασμός, ποάστρια. ΙΙ. ἐπὶ ἐδάφους, παράγω πόαν, εἶμαι κεκαλυμμένος ἐκ πόας, χλόης, Στράβ. 236. 538, 770.

French (Bailly abrégé)

1 être couvert d’herbe ou de gazon;
2 produire de l’herbe.
Étymologie: πόα.

Greek Monolingual

Α πόα
1. ξεριζώνω τα άχρηστα βότανα, βοτανίζω
2. (για έδαφος) καλύπτομαι με χλόη, με χορτάρι («καὶ τὸ ἔδαφος ποάζον δι' ἔτους», Στράβ.)
3. (για θάλασσα) έχω πρασινωπή επιφάνεια («τὸ πέλαγος ποάζειν τε τὴν ἐπιφάνειαν διαφαινομένου τοῡ μνίου καὶ τοῡ φύκους», Στράβ.).

Greek Monotonic

ποάζω: λέγεται για το έδαφος, παράγω γρασίδι, σε Στράβ.