προευαγγελίζομαι
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
A bring glad tidings before, Ph.1.7,602, Sch.S. Tr.335; τῷ Ἀβραὰμ ὅτι . . Ep.Gal.3.8.
German (Pape)
[Seite 722] dep. med., vorher eine frohe Botschaft bringen, Sp.
French (Bailly abrégé)
annoncer d’avance une bonne nouvelle.
Étymologie: πρό, εὐαγγελίζομαι.
English (Strong)
middle voice from πρό and εὐαγγελίζω; to announce glad news in advance: preach before the gospel.
English (Thayer)
1st aorist 3rd person singular προευηγγελίσατο; to announce or promise glad tidings beforehand (viz. before the event by which the promise is made good): Philo de opif. mund. § 9; mutat. nom. § 29; Byzantine writings.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ
ευαγγελίζομαι, φέρνω χαρούμενη αγγελία εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + εὐαγγελίζομαι «αναγγέλλω ευχάριστες ειδήσεις»].
Greek Monotonic
προευαγγελίζομαι: αποθ., φέρνω καλές ειδήσεις από πριν, σε Καινή Διαθήκη