χρυσόπρασος

From LSJ
Revision as of 07:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόπρᾰσος Medium diacritics: χρυσόπρασος Low diacritics: χρυσόπρασος Capitals: ΧΡΥΣΟΠΡΑΣΟΣ
Transliteration A: chrysóprasos Transliteration B: chrysoprasos Transliteration C: chrysoprasos Beta Code: xruso/prasos

English (LSJ)

ὁ,

   A chrysoprase, a precious stone of golden-green colour, Apoc.21.20, cf. Plin. HN37.113.

German (Pape)

[Seite 1382] ὁ, der Chrysopras, ein Edelstein von goldgelber u. lauchgrüner Farbe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπρᾰσος: ὁ, πολύτιμός τις λίθος ἔχων χρῶμα πράσινον χρυσίζον, Ἀποκάλυψ. κα΄, 20· πρβλ. Πλίν. 37. 34, καὶ ἴδε χρυσοβήρυλλος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chrysoprase, sorte de pierre précieuse d’un vert de poireau à reflets dorés.
Étymologie: χρυσός, πράσον.

English (Strong)

from χρυσός and prason (a leek); a greenish-yellow gem ("chrysoprase"): chrysoprase.

English (Thayer)

(χρυσοπρασον Lachmann), χρυσοπρασου, ὁ, (from χρυσός, and πράσον a leek), chrysoprase, a precious stone in color like a leek, of a translucent golden-green (cf. BB. DD., under the word; Riehm, HWB, under the word, Edelsteine 6): Revelation 21:20.

Greek Monolingual

ὁ, Α
το χρυσοπράσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πρασος (< πράσον), Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. chrysoprasus) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. chrysoprase), βλ. και λ. χρυσο-πράσιο].

Greek Monotonic

χρῡσόπρᾰσος: ὁ, πολύτιμος λίθος που έχει χρώμα χρυσοπράσινο, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόπρᾰσος: ὁ хрисопрас (драгоценный камень зеленовато-золотистого цвета) NT.