σφάγιον
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
English (LSJ)
τό,
A victim, offering, σφάγιον ἔθετο ματέρα E.Or.842 (lyr.); σὴν παῖδ' Ἀχιλεῖ σ. θέσθαι Id.Hec.109 (anap.); διδόναι τύμβῳ σ. ib.119 (anap.); ἑαυτὰς ἔδοσαν σφάγιον τοῖς πολίταις ὑπὲρ τῆς χώρας D.60.29: mostly in pl., σφάγια παρθένους κτανεῖν E.Ion278; τὰ σ. ἐγίνετο καλά Hdt.6.112, cf. A.Th.379, X. An.1.8.15; οὐ γάρ σφι ἐγίνετο τὰ σ. χρηστά Hdt.9.61, cf. 62; τὰ σ. οὐ δύναται καταθύμια γενέσθαι ib.45; τῶν σ. οὐ γινομένων (without any Adj.) not proving favourable, ib.61; σ. ἔρδειν, τέμνειν, A.Th. 230, E.Supp.1196; προφέρειν Th.6.69; ἅπτεσθαι τῶν σ Antipho 5.12; τὰ σ. δέξαι, addressed to a goddess, Ar.Lys.204. 2 in E. also, slaughter, sacrifice, δοῦλα σφάγια Hec.135 (anap.); σφάγια τέκνων Or.815 (lyr.), cf. 658.
Greek (Liddell-Scott)
σφάγιον: [ᾰ], τό, τὸ σφαζόμενον πρὸς θυσίαν ζῷον, θῦμα, Σοφ. Ἀντ. 1291· σφάγιον ἔθετο μητέρα Εὐρ. Ὀρ. 842· σὴν παῖδ’ Ἀχιλεῖ σφ. θέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 109· διδόναι τύμβῳ σφ. αὐτόθι 121· αὑτὰς ἔδοσαν σφάγιον τοῖς πολίταις ὑπὲρ τῆς χώρας Δημ. 1398. 7· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., σφάγια παρθένους κτανεῖν Εὐρ. Ἴων 278· τὰ σφ. ἐγίνετο καλὰ Ἡρόδ. 6. 112, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 379, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 15· οὐ γάρ σφι ἐγένετο τὰ σφ. χρηστὰ Ἡρόδ. 9. 61, 62· τὰ σφ. οὐ δύναται καταθύμια γενέσθαι ὁ αὐτ. 9. 45· τῶν σφ. οὐ γινομένων (ἄνευ τινὸς ἐπιθέτου), μὴ ἀποβαινόντων εὐνοϊκῶς, ὁ αὐτ. 9. 61· σφάγια ἔρδειν, τέμνειν Αἰσχύλ. Θήβ. 230, Εὐρ. Ἱκέτ. 1196· προφέρειν Θουκ. 6. 69· ἅπτεσθαι τῶν σφ. Ἀντιφῶν 130. 39· τὰ σφ. δέξαι, λεγόμενον πρὸς θεόν, Ἀριστοφάν. Λυσ. 204. 2) παρ’ Εὐρ. ὡσαύτως, σφαγή, φόνος, δοῦλα σφάγια Ἑκ. 137· σφάγια τέκνων Ὀρ. 815, πρβλ. 658.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 victime pour un sacrifice ; τὰ σφάγια ἐγίνετο καλά HDT les victimes donnaient des signes favorables;
2 sacrifice.
Étymologie: σφάγιος.
English (Strong)
neuter of a derivative of σφαγή; a victim (in sacrifice): slain beast.
English (Thayer)
σφαγιου, τό (σφαγή), from Aeschylus and Herodotus down, that which is destined for slaughter, a victim (A. V. slain beast): Winer's Grammar, 512 (477)) (Ezekiel 21:10).
Greek Monotonic
σφάγιον: [ᾰ], τό (σφάζω),·
1. ιερό θύμα που προσφέρεται σφαγιαζόμενο ως θυσία, θυσία, ιερή προσφορά, σε Σοφ., Ευρ.· κατά κανόνα στον πληθ., σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. σφαγή, φόνος, στον πληθ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σφάγιον: (ᾰ) τό1) жертвенное животное Trag., Thuc., Arph.: τινά τινι σ. θέσθαι Eur. принести кого-л. кому-л. в жертву; σφάγιά τινας κτανεῖν πρό τινος Eur. заколоть кого-л. в жертву за что-л.; τῶν σφαγίων οὐ γιγνομένων (sc. καλῶν) Her. тем временем жертвоприношения не протекали при благоприятных предзнаменованиях;
2) убийство (σφάγια τέκνων Eur.).