ἀδήριτος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ον,
A without strife or battle, Il.17.42. 2 uncontested, undisputed, Plb.1.2.3, Orph.A.846. Adv. ἀδηρί-τως Plb.3.93.1, D.S.4.14, Plu.Caes.3. II not to be striven against, unconquerable, ἀνάγκης σθένος A.Pr.105.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδήρῑτος: -ον, (δηρίομαι) ὁ ἄνευ ἀγῶνος ἢ μάχης, Ἰλ. Ρ. 42, ἔνθα ἴδε Spitzn. 2) ἀκαταμάχητος, ἀδιαφιλονείκητος, Ὀρφ. Ἀργ. 849, Πολύβ. 1. 2. 3: - οὕτως ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 3. 93. 1. ΙΙ. καθ’ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ πολεμήσῃ, ἀκαταμάχητος· ἀνάγκης σθένος, Αἰσχύλ. Πρ. 105.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans combat;
2 qu’on ne peut combattre, invincible, inexpugnable.
Étymologie: ἀ, δηρίω.
English (Autenrieth)
(δῆρις): uncontested, Il. 17.42†.
Spanish (DGE)
(ἀδήρῑτος) -ον
• Alolema(s): fem. -η Hsch.
I 1ajeno a la lucha, que no ha experimentado la guerra, no destruido por la guerra οὐ μὰν ἔτι δηρὸν ἀπείρητος πόνος ἔσται οὐδ' ἔτ' ἀ. Il.17.42.
2 indiscutido, incontestado ἡγεμονία Plb.1.2.3, γέρας Orph.A.846, ὑπολαβόντες ἀδήριτον αὐτοῖς ὑπάρχειν τὴν Ἰβηρίαν considerando su posición en Iberia como indiscutida Plb.10.36.3, ὕβρις Plb.3.3.5.
II contra lo que no se puede luchar, irresistible ἀνάγκης σθένος A.Pr.105, γόος Androm.14, cf. Epic.Alex.Adesp.SHell.940.12.
III que no teme la lucha γυναῖκες δῆριν ἀπειλείουσιν ἀδηρίτῳ Λυκοόργῳ las mujeres lanzan el grito de combate contra Licurgo que no teme el combate Nonn.D.20.204, cf. 22.73, 40.98.
IV adv. -ως sin disputa Plb.3.93.1, D.S.4.14, Plu.Caes.3, Gp.5.2.19.
Greek Monotonic
ἀδήρῑτος: -ον (δηρίομαι),
I. αυτός που γίνεται χωρίς αγώνα ή πάλη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ακαταμάχητος, αήττητος· ἀνάγκης σθένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδήρῑτος: 1) не ставший предметом спора: οὐκ ἔτι ἀ. ἔσται Hom. теперь-то решится вопрос; ἔτη δώδεκα κατεῖχον ἀδήριτον (τὴν τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίαν) Polyb. двадцать лет никто у них не оспаривал гегемонии над Грецией;
2) неодолимый, непобедимый (ἀνάγκης σθένος Aesch.).