οἶμα
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ατος, τό,
A spring, rush, swoop, οἶ. λέοντος ἔχων Il.16.752 ; αἰετοῦ οἴματ' ἔχων 21.252 ; of a serpent, Q.S.6.201, etc.
Greek (Liddell-Scott)
οἶμα: τό, = οἴμημα, ὅρμημα, Λατ. impetus, οἶμα λέοντος ἔχων Ἰλ. Π. 752· αἰετοῦ οἴματ’ ἔχων, ἔχων τὴν ὁρμήν, τὴν ὁρμητικὴν ἔφοδον τοῦ ἀετοῦ, Φ. 252· ἐπὶ ὄφεως, Κόϊντ. Σμυρν. 6. 201, κτλ. (Πιθ. ὡς τὰ οἴμη, οἶμος, ἐκ τοῦ εἶμι ibo.)
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
élan impétueux.
Étymologie: cf. οἴμη.
English (Autenrieth)
ατος (οἴσω, φέρω): spring, swoop. (Il.) οἰμάω (οἶμα), aor. οἴμησε: dart upon, swoop after, Il. 22.308, , Od. 24.538.
Greek Monolingual
οἶμα, οἴματος, τὸ (Α)
βίαιη εφόρμηση, έφοδος («αἰετοῡ οἴματ' ἔχων μέλανος τοῡ θηρητῆρος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλα με το ουσ. οἶμα μαρτυρείται στον 'Ομηρο ο αόρ. οἰμῆσαι, που προϋποθέτει την ύπαρξη ρήματος οἰμάω. Η ανώμαλη παραγωγή του ρήματος αυτού από το θ. της ονομ. του οἶμα και όχι από το θ. της γεν. οἰματ- οδήγησε στην υπόθεση ότι το ρ. οἰμάω έχει παραχθεί από ένα αμάρτυρο ουσ. οἶσμος (ή οἴμη). Το ουσ. αυτό θα αντιστοιχούσε ακριβώς με αβεστ. aēšma- «οργή, θυμός» και θα μπορούσε να συνδεθεί με αρχ. ινδ. isyati, isnāti και αβεστ. išyeiti «κινούμαι, σπρώχνω» (πρβλ. ιαίνω, ιερός). Ο τ. επίσης θα μπορούσε να συνδεθεί με λατ. ira «οργή, θυμός» (πιθ. < eisā), πρβλ. επίσης οἶστρος και ὀϊστός. Κατ' άλλους, τέλος, η λ. οἶμα και το ρ. οἰμάω συνδέονται με τη λ. οἶμος «δρόμος, οδός»].
Greek Monotonic
οἶμα: -ατος, τό, = ὅρμημα, Λατ. impetus, οἶμα λέοντος ἔχων, με ορμή λιονταριού, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰετοῦ οἴματ' ἔχων, με την αρπακτικότητα, ορμή του αετού, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
οἶμα: ατος τό стремительность, натиск (λέοντος, αἰετοῦ Hom.).