πολυάμπελος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ον,
A with many vines, B.7 (Fr.), Sch. D Il.2.507, etc.
German (Pape)
[Seite 659] von oder mit vielen Weinstöcken, Schol. Il. 2, 507 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολυάμπελος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ἀμπέλους, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 507, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλά αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄμπελος (πρβλ. ολιγ-άμπελος, ορθ-άμπελος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυάμπελος -ον [πολύς, ἄμπελον] rijk aan wijnstokken.