σηπεδών

From LSJ
Revision as of 10:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηπεδών Medium diacritics: σηπεδών Low diacritics: σηπεδών Capitals: ΣΗΠΕΔΩΝ
Transliteration A: sēpedṓn Transliteration B: sēpedōn Transliteration C: sipedon Beta Code: shpedw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, (σήπομαι)

   A decay, putrefaction, in animal bodies or wood, or even stone, Hp.Epid.3.4, Antipho Soph.15, Pl.Phd.110e, Thphr.CP6.1.5; σηπεδόνα λαβεῖν Pl.Phd.96b.    2 of live flesh, mortification, of two kinds, σ. χλωρή (v. σῆψις) when a humour discharges, and ξηρή when it is dry, Hp.Epid.5.4.    II pl., putrid humours, Id.Aph.3.16 (sg. in 7.20), Plb. 1.81.7, Com.Adesp.344, etc.    III a serpent whose bite causes putrefaction, Nic.Th.327, Ael. NA15.18.

German (Pape)

[Seite 875] όνος, ἡ, 1) Fäulniß, sowohl der thierischen Körper als des Holzes; οὐδὲ διεφθαρμένος ὑπὸ σηπεδόνος καὶ ἅλμης, Plat. Phaed. 110 e, vgl. 96 b; κακὸν ξύλοις, Rep. X, 609 a; – u. im plur., Pol. 1, 81, 7 Plut. Artax. 16; ἐπίδρομοι, Nic. Ther. 242. – 2) faules, eiterndes Geschwür. – 3) eine Schlange, deren Biß Fäulniß hervorbringt, Nic. Ther. 326. – 4) übh. Feuchtigkeit, Nässe, Antiph. bei Harpocr. v. ἔμβιος, weil aus der Anhäufung verdorbener Säfte u. Feuchtigkeiten Fäulniß zu entstehen pflegt.

Greek (Liddell-Scott)

σηπεδών: -όνος, ἡ, (σήπομαι) σῆψις, «σαπίλα», ἐπὶ ζωϊκοῦ σώματος, ἐπὶ ξύλου ἢ καὶ ἐπὶ λίθου, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1083, Πλάτ. Φαίδων 110Ε, κτλ.· σηπεδόνα λαβεῖν αὐτόθι 96Β. 2) ἐπὶ ζώσης σαρκός, νέκρωσις, οὖσα δύο εἰδῶν, σ. χλωρή, ὅταν ἐκρέῃ ὑγρόν τι, ξηρή, ὅταν εἶναι ξηρά, πρβλ. Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, καὶ Foës. Oecon. II. ἐν τῷ πληθ., ὑγρὰ πλήρη σήψεως, πυώδεις χυμοί, Ἱππ. Ἀφορ. 1259, Πολύβ. 1. 81, 7, κτλ. ΙΙΙ. ὄφις, τοῦ ὁποίου τὸ δῆγμα ἐπιφέρει σῆψιν, κοινῶς «σαπίτης», Νικ. Θηρ. 326, Αἰλ. π. Ζ. 15. 18. IV. καθόλου, ὑγρασία ἐπιφέρουσα σῆψιν, Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ἔμβιος, Ἐτυμολ. Μέγ. 334. 31.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
1 putréfaction ; abcès purulent;
2 serpent dont la morsure produit la putréfaction.
Étymologie: σήπω.

Greek Monolingual

-όνος, η, ΝΜΑ
(λόγ. λ.) σήψη, σαπρότητα, σαπίλα
νεοελλ.
παλαιότερη λόγια ονομασία γένους δίπτερων εντόμων της οικογένειας σκιομυζίδες
αρχ.
1. ονομασία φιδιού το δήγμα του οποίου προκαλεί σήψη
2. πληθ. «αἱ σηπεδόνες» — πυώδεις χυμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήπομαι + επίθημα -ε-δών (πρβλ. τερη-δών, τηκε-δών)].

Greek Monotonic

σηπεδών: -όνος, ἡ, σήψη, σαπίλα, σαθρότητα, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σηπεδών -όνος, ἡ [σήπω] verrotting, ontbinding.