περιδινέω
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
German (Pape)
[Seite 573] im Kreise od. Wirbel herumdrehen, herumtreiben; Hom. im pass., ἃς τὼ τρὶς Πριάμοιο πόλιν περιδινηθήτην καρπαλίμοισι πόδεσσι, Il. 22, 165, wo aber Spitzner richtiger πέρι δινηθήτην schreibt; περιδινεύμενος ὑπὸ τᾶς σφαίρας, Tim. Locr. 97 c; Luc. V. H. 1, 8; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιδῑνέω: περιστρέφω, ἑαυτὸν κύκλῳ Αἰσχίν. 77. 29· τυφὼν π. τὴν ναῦν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 9· θέτω εἰς κίνησιν ὁλόγυρα, Ἀλκίφρων 1. 39. - Παθ., περιέρχομαι, ὡς τὼ τρὶς Πριάμοιο πόλιν περιδινηθήτην (παθ. ἀόρ.) Ἰλ. Χ. 165 (ὁ Spitzn διῃρημένως πόλιν πέρι διν-)· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, Ἀνθ. Π. 7. 485· ἀπολ., περιστρέφομαι, περιφέρομαι, Τίμ. Λοκρ. 97C· περιστρέφομαι ὡς στρόβιλος, Ξεν. Συμπ. 7. 3, Λουκ., κλ.· οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἀμφ. ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 310.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. περιδινήσω, ao. περιεδίνησα, pf. inus.
faire tournoyer ; Pass. aller et venir, faire mille tours.
Étymologie: περί, δινέω.
English (Slater)
περιδῑνέω ?
1 whirl around (Ἀπόλλων) περιδινηθεὶς ἐπῇεν γᾶν (dubitanter supp. Snell; cll. Hesych., περιδινεῖσθαι· περικινεῖσθαι: προ[......]ις, [....]ινηθείς codd. Strabonis, nisi πε(ρι)κινηθεὶς unus cod.̆{im}) fr. 51a.
Greek Monotonic
περιδῑνέω: μέλ. -ήσω, στροβιλίζω ή γυρίζω ολόγυρα, σε Αισχίν. — Παθ., τρέχω γύρω-γύρω σε κύκλο, πόλιν περιδινηθήτην (γʹ δυϊκ. Παθ. αόρ. αʹ) σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ανθ.· περιστρέφομαι ολόγυρα σαν σβούρα, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιδινέω [περίδινος] act. met acc. doen ronddraaien, laten ronddraaien:; τυφών... περιδινήσας τὴν ναῦν een orkaan die het schip deed rondtollen Luc. 13.9; ook med.. περιδινήσασθε μακρῆς ἀνελίγματα χαίτης laat de krullen van je lange haar rond je hoofd wapperen AP 7.485.3. intrans. met fut. med.-pass. ronddraaien; rondlopen:. περιδινησόμεθα ἐν Λυκείῳ we zullen in het Lyceum rondlopen Luc. 46.2.