προσλαγχάνω

From LSJ
Revision as of 11:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσλαγχάνω Medium diacritics: προσλαγχάνω Low diacritics: προσλαγχάνω Capitals: ΠΡΟΣΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: proslanchánō Transliteration B: proslanchanō Transliteration C: proslagchano Beta Code: proslagxa/nw

English (LSJ)

   A obtain by lot besides: δίκην προσείληχεν has brought an action against us besides, D.32.9, cf. Plu.Per.36; ῥᾳδίαν τὴν φυγὴν π. Procop.Gaz.p.161 B.

German (Pape)

[Seite 771] (s. λαγχάνω), noch dazu erlosen; ἡμῖν δίκην προσείληχεν, noch dazu verklagen, Dem. 32, 9; Plut. Vgl. λαγχάνω.

Greek (Liddell-Scott)

προσλαγχάνω: κινῶ ἀγωγὴν προσέτι, δίκην προσείληχεν, ἔχει κινήσῃ ἀγωγὴν προσέτι ἐναντίον ἡμῶν, Δημ. 884. 26, πρβλ Πλουτ. Περικλ. 36.

French (Bailly abrégé)

ao.2 προσέλαχον, pf. προσείληχα;
intenter : δίκην, un procès.
Étymologie: πρός, λαγχάνω.

Greek Monolingual

Α λαγχάνω
κινώ αγωγή εναντίον κάποιου επιπροσθέτως, κατηγορώ επί πλέον κάποιον.

Greek Monotonic

προσλαγχάνω: μέλ. -λήξομαι, παρακ. -είληχα, αποκτώ επιπλέον με κλήρο· δίκην προσλαγχάνω, κινώ επιπλέον αγωγή εναντίον κάποιου, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-λαγχάνω ook verkrijgen: spec. jur.. δίκην προσείληχεν hij heeft ook nog toestemming gekregen om een proces te voeren Dem. 32.9; δίκην αὐτῷ προσέλαχε hij slaagde erin hem ook een proces aan te doen Plut. Per. 36.4.