διατροπή

From LSJ
Revision as of 12:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατροπή Medium diacritics: διατροπή Low diacritics: διατροπή Capitals: ΔΙΑΤΡΟΠΗ
Transliteration A: diatropḗ Transliteration B: diatropē Transliteration C: diatropi Beta Code: diatroph/

English (LSJ)

ἡ,

   A confusion, agitation, PTeb.27.104 (ii B.C.), Plb.1.16.4,al., Onos.42.2 (pl.); fiasco, debâcle, Cic.Att.9.13.7.    2 disgust, Metrod.Herc.831.7, 19, cf. Phld.Rh.1.219 S.; δ. καὶ φόβος D.S.17.41.    3 pity, sympathy, Anon. ap. Suid.    4 δ. τοῖς ἀδικοῦσι γίνεσθαι divert them from wrongdoing, J.BJ2.16.4.

German (Pape)

[Seite 608] ἡ (s. διατρέπω), Bestürzung; εἰς τοσαύτην ἤγαγε διατροπήν Pol. 8, 7, 3; εἰς δ. ἐμπίπτειν, 16, 8, 10; καὶ φόβον παρέχειν, D. Sic. 17, 41. Auch = Schande, Cic. Att. 9, 13.

Greek (Liddell-Scott)

διατροπή: ἡ, σύγχυσις, ταραχή, ἔκπληξις, Πολύβ. 1.16,4, κτλ. 2) αἰσχύνη, ἐντροπή, Κικέρ. Ἀττικ. 9,13.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 cambio, convulsión ποιῆσαι διατροπήν τινα τοῖς πολλοῖς Plb.11.6.9
disuasión τοῖς ἀδικοῦσι γίνεται δ. I.BI 2.351.
2 confusión, desorden τοῦ πράγματος πολλὴν διατροπὴν παρεσχημένου PTeb.27.104 (II a.C.), cf. Cic.Att.180.7
susto, aturdimiento δ. καὶ κατάπληξις Plb.1.16.4, ταραχὴ καὶ δ. Plb.10.14.4, cf. Onas.42.2, Metrod.(?) Herc.831.7.2, Phld.Rh.1.219, δ. καὶ φόβος D.S.17.41, cf. 32.6.

Greek Monolingual

διατροπή, η (Α) διατρέπω
1. σύγχυση, έκπληξη, ταραχή
2. αποτυχία, καταστροφή
3. δυσαρέσκεια
4. λύπη, συμπάθεια, ευσπλαγχνία
5. αποτροπή από σφάλμα.

Russian (Dvoretsky)

διατροπή:1) замешательство, смятение (εἰς διατροπὴν ἐμπίπτειν Polyb.; διατροπὴν καὶ φόβον τινὶ παρασχέσθαι Diod.);
2) расстройство: διατροπαὶ ναυτιώδεις Plut. приступы тошноты;
3) смущение, стыд Cic.