Κύπρος
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
ἡ, Cyprus, Od.17.442, al. (never in Il., exc. in Adv. (v. infr.)). Adv. Κυπρόθεν,
A from Cyprus, AP9.487 (Pall.); Κυπρόθε, Call.Sos.9.7; Κύπρονδε, to Cyprus, Il.11.21.
Greek (Liddell-Scott)
Κύπρος: ἡ, Ἑλληνικὴ νῆσος κατὰ τὰ νότια παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Ὅμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ὀδ.) κτλ.˙ οἱ Ρωμαῖοι ἐλάμβανον ἐκεῖθεν τὸν ἄριστον χαλκόν, Λατ. cyprium, Πλίν. 34. 2˙ ― πρβλ. Κύπριος.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
Chypre.
Étymologie: DELG hourrite kab
English (Autenrieth)
the island of Cyprus, Od. 4.83 .—Κυπρονδε, to Cyprus, Il. 11.21.
English (Slater)
Κύπρος
1 Cyprus Οἰνώνᾳ τε καὶ Κᾰπρῳ, ἔνθα Τεῦκρος ἀπάρχει ὁ Τελαμωνιάδας (N. 4.46) (θεῷ) ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ (N. 8.18) ὦ Κύπρου δέσποινα Aphrodite fr. 122. 18.
English (Strong)
of uncertain origin; Cyprus, an island in the Mediterranean: Cyprus.
English (Thayer)
Κύπρου, ἡ, Cyprus, a very fertile and delightful island of the Mediterranean, lying between Cilicia and Syria: BB. DD., under the word; Lewin, St. Paul, i. 120ff.)
Greek Monotonic
Κύπρος: ἡ, η Κύπρος, ελληνικό νησί στη νότια ακτή της Μ. Ασίας, σε Όμηρ. κ.λπ.· οι Ρωμαίοι έπαιρναν από αυτό τον καλύτερο χαλκό, Λατ. cyprium.
Russian (Dvoretsky)
Κύπρος: (ῡ и ῠ) ἡ Кипр (остров в вост. части Средиземного моря, к югу от Киликии и к зап. от Сирии, один из древнейших и главных центров культа Афродиты) Hom., Her. etc.