συσσίτιον

From LSJ
Revision as of 14:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσῑτιον Medium diacritics: συσσίτιον Low diacritics: συσσίτιον Capitals: ΣΥΣΣΙΤΙΟΝ
Transliteration A: syssítion Transliteration B: syssition Transliteration C: syssition Beta Code: sussi/tion

English (LSJ)

τό, only in pl. (exc. in E.Ion1165),

   A common meal, public mess, such as were used in Crete and Sparta, Hdt.1.65, Ar.Ec.715, Pl.Lg.625e, etc.; cf. Arist.Pol.1271a33, 1272a1, 1330a3.    2 mess, company, Anaxil.19.    II mess-room, common-hall, ἐν μέσῳ συσσιτίῳ κρατῆρας ἔστησ' E. l.c.; συσσίτια ἐν οἷς . . τὴν δίαιταν ποιητέον Pl.Lg.762c; σ. χειμερινά Id.Criti.112b; γυμνάσια σ. τε ibid.c; common-room of the Museum at Alexandria, Str.17.1.8.

Greek (Liddell-Scott)

συσσίτιον: [ῑ], τό, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. τὰ συσσίτια (πλὴν παρ’ Εὐρ. Ἔνθα κατωτέρω), κοινὸν φαγητόν, κοινὴ τράπεζα, κοινὸν δεῖπνον, οἷα ἦσαν ἐν χρήσει ἐν Κρήτῃ καὶ ἐν Σπάρτῃ, Ἡρόδ. 1. 65, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 715, Πλάτ., κλπ., πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 31., 2. 10, 7 κἑξ., 7. 10, 2. 2) συντροφία, συσσίτιον μέλλεις νοσηλεύειν; Ἀναξίλ. ἐν «Μαγείροις» 1, Στράβ. 793, πρβλ. φιλίτια, καὶ ἴδε ἐν λ. κινδυνεύω 4. 6. ΙΙ. αἴθουσα τοῦ σισσιτίου, δειπνητήριον κοινόν, ἐν μέσῳ ξυσσιτίῳ κρατῆρας ἔστησ’ Εὐρ. Ἴων 1165· ξυσσίτια ἐν οἷς... τὴν δίαιταν ποιητέον Πλάτ. Νόμ. 762C· σ. χειμερινὰ ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 112Β· γυμνάσια σ. τε αὐτόθι C.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
repas en commun ; τὰ συσσίτια syssities, repas communs auxquels prenaient part tous les citoyens en Crète et à Sparte.
Étymologie: σύσσιτος.
Syn. φιλίτια.

Greek Monotonic

συσσίτιον: [ῑ], τό, κατά κανόνα στον πληθ. συσσίτια, τά,
I. κοινό γεύμα, κοινό τραπέζι, κοινό δείπνο, όπως αυτά που συνήθιζαν να παραθέτουν στην Κρήτη και τη Σπάρτη, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
II. αίθουσα, τραπεζαρία που παρατίθεται το συσσίτιο, κοινή δειπνητήρια αίθουσα, σε Ευρ., Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσσίτιον -ου, τό Att. ook ξυσσίτιον [σύσσιτος] gezamenlijke maaltijd (voor mannen, spec. in Sparta); ook ruimte voor gezamenlijke maaltijd, eetzaal.