περίνοια

From LSJ
Revision as of 14:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίνοια Medium diacritics: περίνοια Low diacritics: περίνοια Capitals: ΠΕΡΙΝΟΙΑ
Transliteration A: perínoia Transliteration B: perinoia Transliteration C: perinoia Beta Code: peri/noia

English (LSJ)

ἡ,

   A thoughtfulness, quick comprehension, τινος Pl.Ax.370c : abs., Philostr.VS2.4.2, Luc.Zeux.2 ; ἐν περινοίᾳ γεγονέναι to have comprehended, Gal.18(1).331.    2 deliberation, ἐν περινοίᾳ τοῦ μεταστήσοντος αὑτὸν ἦν J.AJ18.6.2.    II over-wiseness, Th.3.43 ; subtlety, λογικὴ π. Simp.in Ph.1205.28.    III disdain, contempt, Aristid.1.141 J. (v.l.), Lib.Or.12.48, Phot., Suid.    IV sharp practice, fraud, π. καὶ ἀπάτη Just.Nov.7.12, cf. Cod.Just.1.3.41.5.

German (Pape)

[Seite 583] ἡ, Ueberlegung, Einsicht, Kenntniß; καὶ γνῶσις, Plat. Ax. 370 a; Sp.; Ueberklugheit, Thuc. 3, 43; Phot. erkl. ὑπερηφανία.

Greek (Liddell-Scott)

περίνοια: ἡ, σύνεσις, δεξιότης, εὐφυΐα, τινος Πλάτ. Ἀξίοχ. 370Α· ἀπολ., Φιλόστρ. 569, Λουκ. Ζεῦξις 2. ΙΙ. ὑπερβολικὴ σύνεσις, Θουκ. 3. 43. ΙΙΙ. = ὑπερηφανία, Ἀριστείδ. 1. 141, Φώτ., Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 compréhension, intelligence;
2 en mauv. part finesse, habileté.
Étymologie: περινοέω.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ περίνους
1. σύλληψη με τον νου, κατανόηση («οὐ γὰρ οἶόν τε ἄλλως ἐν περινοίᾳ θεοῡ γενέσθαι», Γρηγ. Ναζ.)
2. επιδεικτική γνώση, δοκησισοφία («μόνην τε πόλιν διὰ τὰς περινοίας εὖ ποιῆσαι ἐκ τοῡ προφανοῡς μὴ ἐξαπατήσαντα ἀδύνατον», Θουκ.)
3. απάτη, τέχνασμα
αρχ.
1. σύνεση, ευφυΐα («περίνοιαν καὶ γνῶσιν», Πλάτ.)
2. συζήτηση, ανταλλαγή σκέψεων
3. υπερηφάνεια.

Greek Monotonic

περίνοια: ἡ, ευφυία, οξυδέρκεια, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίνοια -ας, ἡ [περινοέω] begrip, intelligentie. overmaat aan scherpzinnigheid. Thuc. 3.43.3.