περισφίγγω

From LSJ
Revision as of 14:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισφίγγω Medium diacritics: περισφίγγω Low diacritics: περισφίγγω Capitals: ΠΕΡΙΣΦΙΓΓΩ
Transliteration A: perisphíngō Transliteration B: perisphingō Transliteration C: perisfiggo Beta Code: perisfi/ggw

English (LSJ)

   A bind tightly all round, βοὸς οὐρᾷ τὸν αὐχένα π. D.S.3.33 ; κύκλος οὐρανοῦ π. πάντα Ph.1.227 ; χεῖρα σπατάλῃ AP6.74 (Agath.) ; δεσμῷ . . Ἅρηα περισφίγξας Ἀφροδίτῃ Nonn.D.5.585 ; apply closely, of a cupping-instrument, Aret.CA1.10:—Pass., Hp.Oss.13, J.AJ3.7.4 ; τῷ πυφμένι -έσφιγκται σωλήν Str.16.2.13 : abs., contract, shrink, Hp.VC15 ; π. τοῖς ἱδρῶσι τοὺς λινοῦς Sor.1.83.    2 metaph., tighten up, make more stringent, νόμον Just.Nov.46 Praef.

German (Pape)

[Seite 595] darum, von allen Seiten zusammenbinden, -schnüren, -pressen; Hippocr.; Luc. amor. 41; περισφίγξω χεῖρα σπατάλῃ, Agath. 27 (VI, 74); M. Arg. 3 (V, 104).

Greek (Liddell-Scott)

περισφίγγω: ἰσχυρῶς ἢ σφιγκτὰ δένω ὁλόγυρα, βοὸς οὐρᾷ π. τὸν αὐχένα Διόδ. 3. 33, κτλ.· ― Παθ., Ἱππ. Κεφαλ. τρωμ. 908, πρβλ. 278. 9.

Greek Monolingual

ΝΑ
σφίγγω κάποιον ή κάτι ολόγυρα, σφίγγω δυνατά από παντού
νεοελλ.
1. περιστοιχίζω, περιβάλλω
2. (σχετικά με φρούρια ή πόλεις) περικυκλώνω, πολιορκώ στενά
3. μτφ. πλησιάζω κάποιον από όλες τις πλευρές για να του κάνω κακό
αρχ.
1. (για τον κύκλο του ουρανού) περιζώνω σφιχτά από παντού
2. εφαρμόζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο σφίγγοντάς το
3. συστέλλω, μαζεύω
4. περιορίζω, περιστέλλω
5. καταπνίγω
6. εγκλείω
7. σφίγγω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω
8. περιέχω
9. μτφ. α) συνάπτω, δένω με άρρηκτους δεσμούς
β) καθιστώ κάτι αυστηρότερο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-σφίγγω insnoeren, vastbinden; pass. bekneld raken.