ἑκατοστός

From LSJ
Revision as of 19:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτοστός Medium diacritics: ἑκατοστός Low diacritics: εκατοστός Capitals: ΕΚΑΤΟΣΤΟΣ
Transliteration A: hekatostós Transliteration B: hekatostos Transliteration C: ekatostos Beta Code: e(katosto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A hundredth, Hdt.1.47, etc. ; ἐπ' ἑκατοστὰ ἐκφέρειν to bear a hundredfold, Id.4.198.    II ἑκατοστή, ἡ, tax of one per cent., Ar.V.658, X.Ath.1.17, PGnom.85, etc. ; ἐκ τῶν χρημάτων ἑ. IG2.721 Ai12 : also, = τόκοι ἑκατοστιαῖοι, Plu.Luc.20.

German (Pape)

[Seite 753] ή, όν, der Hundertste, Her. 1, 47 u. Folgende; ἡ ἑκ., der hundertste Theil, Ar. Vesp. 658; Xen. Ath. 1, 17; bes. als Zins, Plut. Luc. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτοστός: -ή, -όν, ἀριθμ. τακτ. τοῦ ἑκατόν, ὁ μετὰ 99 ἄλλους ἀριθμούμενος, Λατ. centesimus, ἀπὸ ταύτης.... ἑκατοστῇ ἡμέρῃ Ἡρόδ. 1. 47, κτλ.· ἐπ’ ἑκατοστά, ἑκατονταπλασίονα, Ἡρόδ. 4. 198. ΙΙ. ἑκατοστή, ἡ, τὸ ἑκατοστὸν μέρος, φόρος, τέλος, κἄξω τούτου τὰ τέλη χωρὶς καὶ τὰς πολλὰς ἑκατοστάς, «δραχμὰς ὑπὲρ τοῦ τέλους χορηγουμένας ἀπὸ τῶν πόλεων» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 658, Ξεν. Ἀθ. 1. 17· - ὡσαύτως = τόκοι ἑκατοστιαῖοι, Πλουτ. Λούκουλλ. 20.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
le centième ; la centième partie ; particul. l’intérêt de un pour cent.
Étymologie: ἑκατόν.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s):IKalchedon 12.28 (I a./d.C.)
I 1centésimo ἔτος Hdt.7.46, I.AI 1.84, TAM 5.491 (I d.C.), IApameia 33.4 (I/II d.C.), Clem.Al.Strom.1.21.117, Chrys.M.63.65.
2 c. valor fraccionario del uno por ciento τόκος Gal.5.222
centésimo, del uno por ciento μηδὲ ἑκατοστὸν μέρος τῶν σῶν κεκτῆσθαι que no poseo ni la centésima parte de tus bienes X.Oec.2.9, cf. Gal.1.670, Simp.in Ph.1105.30.
II subst.
1 τὸ ἑ. la centésima parteεἷς τὸ ἑκατοστὸν τῆς νεὼς κινήσει uno (sc. un remero de entre cien) moverá la centésima parte de la nave Simp.in Ph.1103.7, cf. 1109.7, τοῦ διαστήματος Simp.in Ph.1115.32.
2 ἡ ἑ. tasa del uno por ciento pagada para la tramitación de ventas de tierras en Atenas IG 22.1594B.50, 1597.10, 14 (ambas IV a.C.), gravando otro tipo de operaciones τοῦ δὲ ... σίτου τελεῖν αὐτοὺς ... ἑκατοστὴν εἰς τὸν ἀεὶ χρόνον Milet 1(3).149.34 (II a.C.), τιμὰ ἱερωτείας σὺν ἑκατοστᾷ IKalchedon l.c., καύσεως βαλανείου ἑ. IM 116.34 (II d.C.)
en Egipto frec. asociada a ventas o alquileres de bienes inmuebles PPrag.54.4 (I d.C.), cf. PFay.36.17 (II d.C.), ὑπὲρ ἑκατοστῶν τεσσάρων en concepto de tasa del cuatro por ciento, BGU 156.8 (III d.C.), λημματίσαντες τῷ ταμείῳ τὰς ἑκατοστάς PBeatty Panop.1.397 (III d.C.), σὺν (ἑκατοσταῖς) ιʹ con una tasa del diez por ciento, PCair.Isidor.50.9 (IV d.C.), τὴν νομίμην ἑκατοστήν Stud.Pal.20.139.14 (VI d.C.)
en plu. sin especificación de número porcentaje, tanto por ciento ὑπολογήσατε τὰς συνήθως προστιθεμένας τῷ κυριακῷ λόγῳ ἑκατοστάς deducid los porcentajes que habitualmente son abonados a la hacienda imperial, POxy.4526.26 (I d.C.), cf. SB 14676.8 (VI d.C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἑκατοστός, -ή, -όν)
αυτός που αντιστοιχεί κατά σειρά και κατά τάξη στον αριθμό εκατό, αυτός που βρίσκεται μετά τον ενενηκοστό ένατο και πριν τον εκατοστό πρώτο
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το εκατοστό
α) το εκατοστημόριο, κάθε ένα από τα εκατό ίσα μέρη ή μόρια στα οποία διαιρείται ένα ποσό ή ένα μέγεθος
β) η τελευταία υποδιαίρεση τών νομισματικών μονάδων σε όσα κράτη ισχύει το δεκαδικό σύστημα
γ) το εκατοστό του μέτρου, το εκατοστόμετρο
δ) ποσό εκατοντάκις μικρότερο από κάποιο άλλο με το οποίο γίνεται σύγκριση
2. φρ. «μια ή καμιά εκατοστή» — η εκατοντάδα ή περίπου εκατοντάδα
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑκατοστή
η εκατοστή μοίρα, το εκατοστό μέρος της αξίας κάποιου πράγματος ως φόρου («τὰ τέλη καὶ τὰ πολλὰς ἑκατοστάς»)
2. φρ. «ἑκατοστὰ φέρειν» — το να παράγει κάποιος εκατονταπλάσια.

Greek Monotonic

ἑκᾰτοστός: -ή, -όν,
I. εκατοστός, Λατ. centesimus, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐπ' ἑκατοστά, με εκατό πτυχές, στον ίδ.
II. ἑκατοστή, , το εκατοστό μέρος, φόρος στην Αθήνα, σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατοστός: 1) сотый Her., Thuc.;
2) стократный: ἐπ᾽ ἑκατοστὰ ἐκφέρειν Her. давать урожай сам-сот.