ἐπάναγκες

From LSJ
Revision as of 20:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source

German (Pape)

[Seite 899] adv., nothwendigerweise, κομῶντες, sie sind durch Herkommen gezwungen, langes Haar zu tragen, Her. 1, 82; ἐπάναγκές ἐστι, es ist nothwendig, Andoc. 3, 12; Plat. Legg. VIII, 848 a u. öfter; Dem. 24, 21 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

neutre de l’inus. *ἐπανάγκης;
nécessaire ; adv. nécessairement, par force ; ἐπάναγκες κομῶντες HDT porter de longs cheveux selon la coutume obligatoire.
Étymologie: ἐπί, ἀνάγκη.

English (Strong)

neuter of a presumed compound of ἐπί and ἀνάγκη; (adverbially) on necessity, i.e. necessarily: necessary.

English (Thayer)

(ἀνάγκη (hence, literally, on compulsion)), necessarily: πλήν τῶν ἐπάναγκες τούτων, besides these things which are necessarily imposed, Buttmann, 27. (24)). (Herodotus, Andocides (405 B.C.>), Plato, Demosthenes, Aristotle, Dionysius Halicarnassus, Plutarch, Aelian, Epictetus.)

Greek Monolingual

ἐπάναγκες (Α) (ουδ. του άχρ. επιθ. ἐπανάγκης, -ες)
1. (με ή χωρίς το εστί)
είναι αναγκαίο, απαραίτητο, επιβεβλημένο
2. επίρρ. αναγκαστικά, απαραίτητα, αναπόφευκτα («τούτοις ἐπάναγκες περὶ τῶν πραγμάτων λέγειν», Αισχίν.)
3. φρ. τὰ ἐπάναγκες
τα απολύτως απαραίτητα («μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῑν βάρος πλὴν τῶν ἐπάναγκες τούτων», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανάγκη. Ως συστατικό της απρόσωπης εκφράσεως το σύνθ. σχηματίζεται με τη μορφή του ουδετέρου του (αμάρτυρου στα άλλα γένη) επιθέτου επανάγκης (πρβλ. συνήθης - σύνηθες)].

Russian (Dvoretsky)

ἐπάναγκες: adv. (часто в сочетании ἐ. ἐστί) необходимо, по необходимости: ἐ. μηδὲν ἔστω или ἐ. μηδὲν εἶναι Plat. чтобы не было никакого принуждения; ἐ. κομῶντες Her. (лакедемоняне) обязаны носить длинные волосы.