ἐπισωρεύω
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
A heap upon, τινί τι Ath.3.123e ; heap up, accumulate, διδασκάλους 2 Ep.Ti.4.3 ; ἓν ἐξ ἑνός Arr. Epict.1.10.5; ἀμηχανίας Plu.2.830a:—Pass., Id.in Hes.34, Vett.Val. 344.12.
German (Pape)
[Seite 988] dazu anhäufen, aufhäufen, τινί, Ath. III, 123 e u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισωρεύω: ὡς καὶ νῦν, σωρεύω ἐπί τινος, τινί τι Ἀθήν. 123Ε, Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 3: συσσωρεύω, Λατ. accumulare, Πλούτ. 2. 830Α.
French (Bailly abrégé)
ajouter à un tas, entasser encore, accumuler.
Étymologie: ἐπί, σωρεύω.
English (Strong)
from ἐπί and σωρεύω; to accumulate further, i.e. (figuratively) seek additionally: heap.
English (Thayer)
future ἐπισωρεύσω; to heap up, accumulate in piles: διδασκάλους, to choose for themselves and run after a great number of teachers, Plutarch, Athen., Artemidorus Daldianus, others.)
Greek Monolingual
(AM ἐπισωρεύω)
(για πρόσ.) (ενεργ. και μέσ.) συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω (α. «τα πλήθη βλέπω να επισωρεύωνται», Κάλβος
β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)
νεοελλ.
συσσωρεύω, σωριάζω («αυτός ο πόλεμος επισώρευσε πολλές συμφορές στη χώρα»)
μσν.
σωριάζω πάνω σε κάτι
αρχ.
προσθέτω κάτι στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ τοῡ κυνικοῡ τούτοις ἐπισωρεύειν τινά», Αθήν.).
Russian (Dvoretsky)
ἐπισωρεύω: 1) накапливать, нагромождать (τι Plut.);
2) наваливать (νεκρούς Plut.);
3) привлекать (τινάς NT).