κύμβαχος

From LSJ
Revision as of 23:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύμβᾰχος Medium diacritics: κύμβαχος Low diacritics: κύμβαχος Capitals: ΚΥΜΒΑΧΟΣ
Transliteration A: kýmbachos Transliteration B: kymbachos Transliteration C: kymvachos Beta Code: ku/mbaxos

English (LSJ)

ον, (κύμβη B)

   A head-foremost, tumbling, ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσιν Il.5.586; κ. ἐπ' ὤμους Hld.10.30, cf. Lyc.66, Eust.584.16.    II Subst., ὁ, crown of a helmet, κόρυθος . . ἱπποδασείης κ. ἀκρότατος Il.15.536.

German (Pape)

[Seite 1530] (vgl. κύμβη u. κυβή), kopfüber, pronus; ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσι Il. 5, 586, was ἐπὶ κεφαλήν erklärt wird; ἐκβράσασα κύμβαχον δέμας Lycophr. 66 u. a. Sp. – Subst. ὁ κύμβαχος, der obere, rund gewölbte Theil des Helms, in welchem der Helmbusch steckt, κόρυθος κύμβαχον ἀκρότατον νύξε Il. 15, 535, Helmspitze.

Greek (Liddell-Scott)

κύμβᾰχος: -ον, (κύμβη Β, κύπτω) ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ κεφαλήν, «κατακέφαλα», Λατ. pronus, ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσι Ἰλ. Ε. 586· κ. ἐπ’ ὤμους Ἡλιόδ. σ. 431 ἔκδ. Κοραῆ· πρβλ. Λυκόφρ. 66, Εὐστ. 584. 16· ― ἴδε ἐν λ. κυβιστάω. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἡ κορυφὴ περικεφαλαίας, ὅπου ἐτίθετο ὁ λόφος, κόρυθος... ἱπποδασείης κύμβαχος ἀκρότατος Ἰλ. Λ. 536.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui tombe ou se précipite la tête la première;
2κύμβαχος cimier d’un casque.
Étymologie: R. Κυφ, v. κύπτω.

English (Autenrieth)

head foremost, Il. 5.586; as subst., crown or top of a helmet, the part in which the plume is fixed, Il. 15.536. (See cuts Nos. 16 and 17.)

Greek Monolingual

κύμβαχος, -ον (Α)
1. αυτός που πέφτει προς τα κάτω με το κεφάλι («ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσιν», Ομ. Ιλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. κύμβαχος
το ακρότατο σημείο της περικεφαλαίας, ο κώνος της, στον οποίο στηριζόταν το λοφίοκόρυθος... ἱπποδασείης κύμβαχος ἀκρότατος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κύμβαχος μαρτυρείται ως ουσ. με σημ. «κορυφή περικεφαλαίας» και ως επίθ. με σημ. «αυτός που πέφτει με το κεφάλι». Αρχικός τ. θεωρείται το ουσ. και η χρήση του ως επιθέτου οφείλεται πιθ. σε κακό μεταχαρακτηρισμό του χωρίου όπου μαρτυρείται η λ. ως ουσ. Ο τ. κύμβαχος εμφανίζει επίθημα -αχος (πρβλ. στόμ-αχος), το δε θέμα του είναι πιθ. εκείνο του κύμβ-η, ενώ δεν αποκλείεται και κάποια επίδραση τών κυβιστώ «πέφτω με το κεφάλι» και κύμβη «κεφάλι»].

Greek Monotonic

κύμβᾰχος: -ον (κύπτω), αυτός που έχει κατεύθυνση με το κεφάλι, που έρχεται κατακέφαλα, Λατ. ponus, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως ουσ., κορυφή περικεφαλαίας, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κύμβᾰχος: (падающий) головой вниз: ἔκπεσε δίφρου κ. Hom. он упал с колесницы вниз головой.
II ὁ острие шлема (в которое вставлялся султан) Hom.