λύγξ

From LSJ
Revision as of 23:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύγξ Medium diacritics: λύγξ Low diacritics: λυγξ Capitals: ΛΥΓΞ
Transliteration A: lýnx Transliteration B: lynx Transliteration C: lygks Beta Code: lu/gc

English (LSJ)

(A), ὁ, ἡ, gen. λυγκός (λύγγα in E.Fr.863 is perh.

   A f.l. for λύγκα, but cf. λύγγιος):—lynx, Felis lynx, h.Hom.19.24; βαλιαὶ λύγκες E.Alc.579 (lyr.), cf. Arist.HA500b15, Thphr.Fr.175, etc.    II caracal, Felis caracal, Ael.NA14.6, Opp.C.3.85, etc. (cf. λυγγούριον). (OHG. luhs, Germ. luchs, Lith. lúšis.)
λύγξ (B), ἡ, gen. λυγγός, (λύζω)

   A hiccup, Hp.Aph.5.58, al., Pl.Smp. 185d; λ. κενή an ineffectual retching, Th.2.49, cf. Aret CA2.4: masc. in pl., τοῖς λυγξί Gal.1.356, but fem. in Id.15.846.    II λύγγα θηρατηρίαν dub. l. in S.Fr.474.1.

German (Pape)

[Seite 67] υγγός, ἡ, der Schlucken; Thuc. 2, 49, παῦσαί με τῆς λυγγός Plat. Conv. 185 d, wo er auch sagt τυχεῖν αὐτῷ τινα λύγγα ἐπιπεπτωκυῖαν. – Auch das Schluchzen, Weinen, Sp. λυγκός, ὁ, ἡ, der Luchs; H. h. 18, 24; βαλιαί, Eur. Alc. 582; Opp. Cyn. 3, 85; Arist. u. A. – Spätere scheinen den gen. auch λυγγός gebildet zu haben, s. Jacobs Anth. Pal. p. 91.

Greek (Liddell-Scott)

λύγξ: ὁ, ἡ, γεν. λυγκὸς (λύγγα ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 855 εἶναι ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ λύγκα)· σαρκοφάγον τι ζῷον, Felis lynx, Ὁμ. Ὕμν. 18. 24· βαλιαὶ λύγκες Εὐρ. Ἄλκ. 579, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 33, κτλ. (Ἀρχ. Γερμ. luhs, Γερμ. luchs, Λιθ. luszis). - Πρβλ. Ἡρῳδιαν. Β΄, 758. 32.

French (Bailly abrégé)

1γκός (ὁ) :
lynx, loup cervier, animal.
Étymologie: R. Λυχ, briller, à cause des yeux perçants du lynx.
2γγός (ἡ) :
hoquet.
Étymologie: R. Λυγ, sangloter.

Spanish

lince

Greek Monolingual

(I)
ο (Α λύγξ, -γκός, και -γγός, ο, η)
βλ. λύγκας.———————— (II)
ο (Α λύγξ, -γγός, η, και, σπαν., ο)
λόξυγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυγγ- του λύζω. (Για τη σχέση μεταξύ λύζω και λύγξ βλ. λύζω)].

Greek Monotonic

λύγξ: ἡ, γεν. λυγγός (λύζω)· σπασμωδική πάθηση του λάρυγγα, λόξυγγας, λύγξκενή, μάταιη σύσπαση για εμετό, χωρίς δηλ. να ακολουθήσει κένωση στομάχου, σε Θουκ.
λύγξ: ὁ, ἡ, γεν. λυγκός, κάποιο σαρκοφάγο ζώο, σε Ευρ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

λύγξ: γγός ἡ λύζω икота Thuc., Plat.
γκός ὁ зоол. рысь HH, Xen., Eur. etc.