μεταρσιολεσχία
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ἡ,
A = μετεωρολογία, Plu.Per.5.
German (Pape)
[Seite 153] ἡ, = μετεωρολογία, mit einer verächtlichen Nebenbedeutung des Schwatzens; Plut. Pericl. 5; D. L. 5, 43.
Greek (Liddell-Scott)
μεταρσιολεσχία: ἡ, = μετεωρολογία, Πλουτ. Περικλ. 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bavardage dans les nues, càd sur des questions ardues ou inabordables.
Étymologie: μετάρσιος, λέσχη.
Greek Monolingual
μεταρσιολεσχία, ἡ (Α) μεταρσιολέσχης
η φλυαρία σχετικά με αφηρημένα και ασύλληπτα θέματα.
Greek Monotonic
μεταρσιολεσχία: ἡ (λέσχης), = μετεωρολογία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μεταρσιολεσχία: ἡ1) беседа о возвышенном, небесном Plut.;
2) высокопарная болтовня Plut., Diog. L.