παραπαιδαγωγέω

From LSJ
Revision as of 01:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπαιδᾰγωγέω Medium diacritics: παραπαιδαγωγέω Low diacritics: παραπαιδαγωγέω Capitals: ΠΑΡΑΠΑΙΔΑΓΩΓΕΩ
Transliteration A: parapaidagōgéō Transliteration B: parapaidagōgeō Transliteration C: parapaidagogeo Beta Code: parapaidagwge/w

English (LSJ)

   A help to train or form, Plu.2.321b.    II improve, reform gradually, π. καὶ μεθαρμόττειν Luc.Nigr.12.

German (Pape)

[Seite 492] anders erziehen, gew. etwas Schlimmes, Verdorbenes allmälig abändern und verbessern, auch abmahnen, καὶ μεθαρμόττειν καὶ πρὸς τὸ καθαρὸν τῆς διαίτης μεθιστάναι, Luc. Nigr. 13; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραπαιδᾰγωγέω: βοηθῶ εἰς παιδαγώγησιν ἢ μόρφωσιν, Πλούτ. 2. 321B· ἐπιτεταμ., π. μὴ ἁμαρτάνειν Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. βαθμηδὸν μεταβάλλω ὅ,τι κακόν, μεθαρμόττουσι καὶ παραπαιδαγωγοῦσι Λουκ. Νιγρῖν. 12

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 aider à élever, à former;
2 améliorer peu à peu par l’éducation.
Étymologie: παρά, παιδαγωγέω.

Greek Monotonic

παραπαιδᾰγωγέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ να εκπαιδευθεί κάποιος ή να ασκηθεί· διαπλάθω, μορφοποιώ βαθμιαία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

παραπαιδᾰγωγέω: 1) содействовать воспитанию, помогать устраивать (τὴν πολιτείαν Plut.);
2) перевоспитывать (π. καὶ μεθαρμόττειν Luc.).