πελεκίζω
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
A cut off with an axe, esp. behead, τινα Plb.1.7.12, 11.30.2 (Pass.), Str.16.2.18, D.S.19.101, Apoc. 20.4 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 550] mit der Art oder dem Beile abhauen, bes. mit dem Beile den Kopf abhauen, köpfen, τινά, Pol. 1, 7, 12. 11, 30, 2, D. Sic. 19, 101, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
πελεκίζω: μέλλ. -ίσω, (πέλεκυς) ἀποκόπτω διὰ πελέκεως, ἰδίως ἀποκεφαλίζω, Λατ. securi percutere, τινὰ Πολύβ. 1. 7, 12., 11. 30, 2, Στράβ. 735, κτλ., πρβλ. Λοβέκ. είς Φρύνιχ. 341.
French (Bailly abrégé)
frapper de la hache, décapiter, acc..
Étymologie: πέλεκυς.
English (Strong)
from a derivative of πλήσσω (meaning an axe); to chop off (the head), i.e. truncate: behead.
English (Thayer)
perfect passive participle πεπελεκισμενος; (πέλεκυς, an axe or two-edged hatchet); to cut off with an axe, to behead: τινα, Polybius, Diodorus, Strabo, Josephus, Antiquities 20,5, 4; Plutarch, Ant. 36; (cf. Winer's Grammar, 26 (25)).)
Greek Monolingual
ΝΜΑ πέλεκυς
μσν.- νεοελλ.
κόβω κάτι με τον πέλεκυ, πελεκώ
αρχ.
κόβω το κεφάλι με τον πέλεκυ, καρατομώ, αποκεφαλίζω («τῶν μὲν μαστιγουμένων, τῶν δὲ πελεκιζομένων», Πολ.).
Greek Monotonic
πελεκίζω: μέλ. -ίσω (πέλεκυς), κόβω με το τσεκούρι, ιδίως αποκεφαλίζω, σε Πολύβ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πελεκίζω [πέλεκυς] onthoofden.
Russian (Dvoretsky)
πελεκίζω: обезглавливать (τινά Polyb., Diod., NT).