προσλαγχάνω

From LSJ
Revision as of 03:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσλαγχάνω Medium diacritics: προσλαγχάνω Low diacritics: προσλαγχάνω Capitals: ΠΡΟΣΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: proslanchánō Transliteration B: proslanchanō Transliteration C: proslagchano Beta Code: proslagxa/nw

English (LSJ)

   A obtain by lot besides: δίκην προσείληχεν has brought an action against us besides, D.32.9, cf. Plu.Per.36; ῥᾳδίαν τὴν φυγὴν π. Procop.Gaz.p.161 B.

German (Pape)

[Seite 771] (s. λαγχάνω), noch dazu erlosen; ἡμῖν δίκην προσείληχεν, noch dazu verklagen, Dem. 32, 9; Plut. Vgl. λαγχάνω.

Greek (Liddell-Scott)

προσλαγχάνω: κινῶ ἀγωγὴν προσέτι, δίκην προσείληχεν, ἔχει κινήσῃ ἀγωγὴν προσέτι ἐναντίον ἡμῶν, Δημ. 884. 26, πρβλ Πλουτ. Περικλ. 36.

French (Bailly abrégé)

ao.2 προσέλαχον, pf. προσείληχα;
intenter : δίκην, un procès.
Étymologie: πρός, λαγχάνω.

Greek Monolingual

Α λαγχάνω
κινώ αγωγή εναντίον κάποιου επιπροσθέτως, κατηγορώ επί πλέον κάποιον.

Greek Monotonic

προσλαγχάνω: μέλ. -λήξομαι, παρακ. -είληχα, αποκτώ επιπλέον με κλήρο· δίκην προσλαγχάνω, κινώ επιπλέον αγωγή εναντίον κάποιου, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-λαγχάνω ook verkrijgen: spec. jur.. δίκην προσείληχεν hij heeft ook nog toestemming gekregen om een proces te voeren Dem. 32.9; δίκην αὐτῷ προσέλαχε hij slaagde erin hem ook een proces aan te doen Plut. Per. 36.4.

Russian (Dvoretsky)

προσλαγχάνω: (aor. 2 προσέλαχον, pf. προσείληχα) юр. сверх того получать по жребию: π. δίκην τινί Dem., Plut. возбудить, кроме того, дело против кого-л.