προσαναβαίνω
English (LSJ)
fut.
A -βήσομαι X.Eq.Mag.1.2:—go up, or mount besides, l. c.; of water-birds, π. πρὸς τὰς πέτρας Arist.HA617a26; π. πρὸς τὸ ὄρθιον D.C.39.45; rise higher, as a swollen river, Plb.3.72.4; πόλις προσαναβαίνουσα lying on a mountain side, Poll.9.20: metaph., π. τῷ Ῥωμύλῳ go back as far as R., Plu.Thes.1. II c. acc. loci, climb, ascend, τὸ σιμόν Pl.Com.79.
German (Pape)
[Seite 748] noch dazu hinan- od. hinausschreiten, -steigen; τὸ σιμόν, Plat. com. bei Schol. Ar. Lys. 288; πρὸς τὰς πέτρας, Arist. H. A. 9, 21; von Reitern, noch dazu zu Pferde steigen, Xen. Hipp. 1, 12 u. Sp.; vom Fluß, anschwellen, Pol. 3, 72, 4, vgl. 4, 39, 8; übtr., τῷ 'Ρωμύλῳ, Plut. Thes. 1, in der Erzählung bis auf R. hinansteigen.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, ἀνέρχομαι ἢ ἀναβαίνω πρός τι μέρος, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 2· ἐπὶ παρυδατίων πτηνῶν, πρ. πρὸς τὰς πέτρας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21· πρ. πρὸς τὸ ὄρθιον Δίων Κ. 39. 45· ― ὑψοῦμαι περισσότερον, ἐπὶ πλημμυροῦντος ποταμοῦ, Πολύβ. 3. 72, 4· ― πόλις προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ τόπου προσάντους, Πολυδ. Ι΄, 20· ― μεταφορ., τῷ Ρωμύλῳ προσαναβῆναι, ἀναβῆναι μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Ρωμύλου, Πλουτ. Θησ. 1. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, ἀναβαίνω, ἀνέρχομαι, τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σιμὸν δεῖ, δηλ. τὸ πρόσαντες, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Νίκαις» 1.
French (Bailly abrégé)
f. προσαναβήσομαι, ao. προσανέβην, etc.
monter vers, avec πρός et l’acc. ; fig. remonter jusqu’à : τῷ Ῥομύλῳ PLUT remonter jusqu’à Romulus.
Étymologie: πρός, ἀναβαίνω.
English (Strong)
from πρός and ἀναβαίνω; to ascend farther, i.e. be promoted (take an upper (more honorable) seat): go up.
English (Thayer)
2nd aorist imperative 2nd person singular προσανάβηθι; to go up farther: with ἀνώτερον added, A. V. go up higher; others regard the προς(as adding the suggestion of 'motion to' the place where the host stands: 'come up higher' (cf. Xenophon, Aristotle, others.)
Greek Monolingual
Α ἀναβαίνω
1. (κυρίως για πτηνά που ζουν στο νερό) ανεβαίνω ή ανέρχομαι προς ένα μέρος
2. ανέρχομαι επί πλέον, ακόμη
3. αναρριχώμαι («τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σικὸν», Πλάτ.)
4. (για ποταμό) πλημμυρίζω επί πλέον
5. ιππεύω επιπροσθέτως
6. μτφ. ανάγομαι («ἐπεὶ δὲ τὸν περὶ Λυκούργου... λόγον ἐκδόντες ἐδοκοῡμεν οὐκ ἂν ἀλόγως τῷ Ρωμύλῳ προσαναβῆναι», Πλούτ.)
7. φρ. «πόλις προσαναβαίνουσα» — πόλη που βρίσκεται σε ανηφορικό τόπο καί, κυρίως, στις πλαγιές βουνού.
Greek Monotonic
προσαναβαίνω: μέλ. -βήσομαι, ανεβαίνω ή ανέρχομαι επιπλέον, σε Ξεν.· υψώνομαι περισσότερο, όπως ο φουσκωμένος ποταμός, σε Πολύβ.· μεταφ., προσαναβαίνω τῷ Ῥωμύλῳ, πηγαίνω πίσω στον Ρωμύλο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προσαναβαίνω: 1) в(о)сходить, подниматься (πρός τι Arst.; ἀνώτερον NT);
2) (о реке) вздуваться, разливаться (τὸ ῥεῦμα προσαναβεβηκός Polyb.);
3) (о пополнениях в коннице) вновь садиться на коней: εἰ μὴ προσανκρήσονται ἱππεῖς, μείονες ἀεὶ ἔσονται Xen. если не будут прибывать новые всадники, (наличный состав конницы) будет все убавляться;
4) (в рассказе) восходить, доходить (τῷ Ῥωμύλῳ Plut.).