ὑπανίσταμαι
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
Pass. with aor. 2 and pf. Act.,
A rise, stand up, Thgn.485; of game, start up, X.Cyr. 2.4.19; of land, ὑπανεστώς rising slightly above the plain, Ph.2.510. 2 τοῖσι πρεσβυτέροισι . . ἐξ ἕδρης ὑπανιστέαται rise up from their seats to make room or show respect to... Hdt.2.80, cf. Phld. Vit.p.38J.; τῶν θάκων τοῖς πρεσβυτέροις ὑ. Ar.Nu.993 (anap.); ἕδρας ὑ. βασιλεῖ X.Lac.15.6; ὑ. ἀπὸ τῶν θάκων ὁδῶν τε παραχωρεῖν Id.Hier. 7.2, cf. Smp.4.31; καθήμενος ὑ. Id.Mem.2.3.16: metaph., θυμὸς ὑπανίστατο gave way, Callistr.Stat.13: cf. ὑπανάστασις. 3 withdraw, ἐκ τῶν Ἀθηναίων Suid. s.v. Ἀρίσταρχος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπανίσταμαι: Παθητ., μετ᾿ ἀορ. β´ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀνίσταμαι αἴφνης, σηκώνομαι ἔξαφνα, Θεόγν. 485· ἐπὶ θηράματος, πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται λαγὼς Ξεν. Κύρ. 2. 4, 19· ἐπὶ ἐδάφους γῆς, ὑπανεστώς, ἐγειρόμενος ἢ ὑψούμενος ἠρέμα ὑπεράνω τῆς πεδιάδος, Φίλων 2. 510, 619. 2) τοῖσι πρεσβυτέροισι... ἐξ ἕδρης ὑπανίσταμαι, ἐγείρομαι ἐκ τῆς θέσεώς μου ἵνα παράσχω τόπον εἰς ἕτερον, «προσηκώνομαι» εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ πρός τινα, Λατ. assurgere alicui, Ἡρόδ. 2. 80· τῶν θάκων τοῖς πρεσβυτέροις ὑπ. Ἀριστοφ. Νεφ. 993· ἕδρας ὑπ. βασιλεῖ Ξεν. Λακ. 15, 6· ὑπ. τινὶ ἀπὸ τῶν θάκων ὁδῶν τε παραχωρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 7, 2, πρβλ. Συμπ. 4, 31· ὑπ. καθήμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 3, 16· μεταφορ., «λογισμοῦ κατηγόρει τὸ δήλωμα καὶ θυμὸς ὑπανίστατο καὶ πρὸς λύπης διάθεσιν μετέβαινεν ἡ εἰκὼν» Καλλίστρ. 905· ‒ πρβλ. ὑπανάστασις. ‒- Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ´, σ. 183.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπαναστήσομαι, ao.2 ὑπανέστην, etc.
1 se lever de dessous, du fond de, se lever de, gén.;
2 se lever par discrétion ou déférence : τινι devant qqn.
Étymologie: ὑπό, ἀνίσταμαι.
Greek Monolingual
Α
1. σηκώνομαι ξαφνικά
2. (για θήραμα) πηδώ ξαφνικά μπροστά σε κάποιον, ξεπετιέμαι («πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται λαγώς», Ξεν.)
3. σηκώνομαι από τη θέση μου για να τήν παραχωρήσω σε κάποιον («τοῑσι προσβυτέροισι... ἐξ ἕδρης ὑπανίσταμαι», Ηρόδ.)
4. αποσύρομαι
5. (το αρσ. μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ὑπανεστώς
(για έδαφος) αυτός που υψώνεται λίγο πάνω από την επιφάνεια πεδιάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀνίσταμαι «εκπηδώ, εκτινάσσομαι»].
Greek Monotonic
ὑπανίσταμαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,
1. σηκώνομαι, σηκώνομαι όρθιος, σε Θέογν.· λέγεται για θήραμα, εμφανίζομαι απροσδόκητα, ξεπροβάλλω, σε Ξεν.
2. ὑπανίσταμαι τῆς ἕδρης, σηκώνομαι από τη θέση μου για να την παραχωρήσω ή ως ένδειξη σεβασμού σε κάποιον, Λατ. assurgere alicui, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπᾰνίστᾰμαι: (aor. ὑπανέστην) приподниматься, вставать: ὑ. τινι ἐξ ἕδρης Her., τῆς ἕδρας и ἀπὸ τῶν θάκων Xen. (почтительно) вставать перед кем-л. со стула.