ὑποκνίζω
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
A tickle or excite a little, ἀκκισμὸς ὑ. τὰς ὁρμάς Ph.2.127, cf. Aristaenet.2.1,10; τοὺς ἀκούοντας Chor.p.125 B., cf. Id.30.2 p.342 F.-R.:—Pass., to be somewhat excited, X.Mem.3.11.3; ὑποκεκνισμένος 'smitten', Plu.Sull.35.
German (Pape)
[Seite 1220] ein wenig ritzen, kratzen; übertr., ein wenig, heimlich Neid, Aerger, Eifersucht u. vgl. verursachen, übh. in leidenschaftliche Bewegung setzen, ἔρως ὑπέκνισε φρένας Pind. P. 10, 60; – u. pass. einen heimlichen Reiz empfinden; Xen. Mem. 3, 11, 3; Luc. Calumn. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκνίζω: ἐξ ἐπιπολῆς ξύω, γαργαλίζω ἢ ἐξάπτω, ἐρεθίζω ὀλίγον, ἔρως ὑπ. φρένας Πινδ. Π. 10. 94 (60). - Παθ., εἶμαι ὀλίγον τι ἠρεθισμένος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 3 πρβλ. ὑποκεκνισμένος, Πλουτ. Σύλλ. 35. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑποκνισθέντες, λυπηθέντες, παροξυνθέντες».
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ὑποκεκνισμένος;
aiguillonner ou exciter peu à peu les désirs.
Étymologie: ὑπό, κνίζω.
Greek Monolingual
ΜΑ
μτφ. διεγείρω, ερεθίζω λίγο («ἑτέροις ἑτέρων ἔρως ὑπέκνισε φρένας», Πίνδ.)
αρχ.
1. ξύνω λίγο
2. αισθάνομαι κρυφό γαργάλημα, κρυφό ερεθισμό («ἡμεῑς δὲ ἤδη ὧν ἐθεασάμεθα, ἐπιθυμοῡμεν ἅψασθαι, καὶ ἄπιμεν ὑποκνιζόμενοι, καὶ ἀπελθόντες ποθήσομεν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κνίζω «ξύνω, ερεθίζω, ενοχλώ»].
Greek Monotonic
ὑποκνίζω: μέλ. —σω, γαργαλάω ή διεγείρω, ερεθίζω λιγάκι, σε Πίνδ. — Παθ., είμαι κάπως συνεπαρμένος, ερεθισμένος, διεγερμένος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκνίζω: возбуждать, волновать (φρένας Pind.): δῆλος ἦν ὑποκεκνισμένος Plut. он был явно взволнован (польщен); φιλοτιμίας ὑποκεκνισμένος (v. l. ὕπο κεκνισμένος) Luc. обуреваемый честолюбием.