φαλλός

From LSJ
Revision as of 05:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαλλός Medium diacritics: φαλλός Low diacritics: φαλλός Capitals: ΦΑΛΛΟΣ
Transliteration A: phallós Transliteration B: phallos Transliteration C: fallos Beta Code: fallo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A membrum virile, phallus, or a figure thereof, borne in procession in the cult of Dionysus as an emblem of the generative power in nature, IG12.45.13, Hdt.2.48,49, Ar.Ach.243, Luc. Syr.D.16.

German (Pape)

[Seite 1253] ὁ (vgl. φάλης, Pfahl), das männliche Glied, bes. das nachgeahmte, das als Sinnbild der Zeugungskraft der Natur bei den Bacchusfesten in feierlichen Umzügen getragen wurde, Ar. Ach. 231. 248 Her. 2, 48. 49, mit der Verehrung des Lingam in Indien zusammenhangend. Es war ein Pflock von Holz, bes. von Feigenholz. Vgl. Luc. de dea Syr. 16. 28 Plut. Rom. 2.

Greek (Liddell-Scott)

φαλλός: ὁ, ὁμοίωμα ἀνδρικοῦ αἰδοίου ὃ περιήγετο ἐν μεγάλῃ πομπῇ κατὰ τὰ Βακχικὰ ὄργια ὡς σύμβολον τῆς παραγωγικῆς δυνάμεως τῆς φύσεως, Ἡρόδ. 2. 48, 49, Ἀριστοφ. Ἀχ. 243, Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 16˙ ― ἡ ἔτι καὶ νῦν διατηρουμένη παρ’ Ἰνδοῖς λατρεία τοῦ Lingam εἶναι τῆς αὐτῆς φύσεως. Ὁ φαλλὸς ἦτο πεποιημένος ἐκ ξύλου συκῆς (σύκινος), πρβλ. Meineke εἰς Στράττιδος «Ψυχαστὰς» 4˙ ἀλλὰ συχνάκις καὶ ἐκ σκύτους (σκύτινος), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Πρβλ. φαλῆς.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
phallus, membrum virile.
Étymologie: DELG rac. i.-e. signifiant « se gonfler » ; cf. φάλλαινα, φάλαινα¹.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
ομοίωμα ανδρικού γεννητικού οργάνου, που περιφερόταν σε πομπή κατά τις βακχικές γιορτές και, γενικότερα, του απέδιδαν ιδιαίτερες τιμές ως συμβόλου της γονιμοποιού δύναμης της φύσης («τῷ Διονύσῳ ἑορτὴν ἄγοντες οἱ Ἕλληνες φαλλοῑς ἐτίμων αὐτόν», Νόνν.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. το πέος
2. ανατ. η αρχική καταβολή τών έξω γεννητικών οργάνων στο έμβρυο, αλλ. γεννητικό φύμα
3. (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στη τάξη φαλλώδη
4. (στην θεωρία της ψυχανάλυσης) το σημαίνον της ασυνείδητης επιθυμίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου (όπως φαίνεται τόσο από τον φωνηεντισμό -α- όσο και από το διπλό σύμφωνο του τ.), η οποία ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι» (πρβλ. αρχ. ιρλδ. ball «μέλος του σώματος», γερμ. διαλ. bille «πέος») και συνδέεται με τον τ. βαλλίον «πέος, φαλλός», λ. πιθ. θρακοφρυγικής προέλευσης, ο οποίος ανήκει στην ίδια οικογένεια. Ο τ. φαλλός έχει σχηματιστεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, από τ. bhļ-y-o, από ένα θ. σε -ι-: bhļ-i-. Η αναγωγή της λ. φαλλός σε τ. bhļ-no- με επίθημα -no- (στην οποία θα οδηγούσαν πιθ. οι συγγενείς τ. Φαλλήν, φάλλαινα [Ι] που εμφανίζουν -ν-) δεν θεωρείται πιθανή λόγω του ότι στην περίπτωση αυτή ενός τ. φαλ-νός είτε θα έπρεπε να υπάρχουν διαφορετικοί διαλεκτικοί τ. φαλλός, φᾱλος, ως προϊόντα της αντέκτασης (πρβλ. σταλ-να > στᾱλᾱ) είτε θα έπρεπε να δεχθούμε μια αφομοίωση του -λν- σε -λλ- (πρβλ. ὄλλυμι < ὄλ-νυ-μι), η οποία, όμως, είναι σχετικά νεώτερο φαινόμενο].

Greek Monotonic

φαλλός: ὁ, αρσενική μεμβράνη, φαλλός, σύμβολο γονιμότητας σε πομπές κατά τη διάρκεια των Βακχικών οργίων, ως έμβλημα της παραγωγικής δύναμης της φύσης, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φαλλός: ὁ фалл (культовый символ плодородия) Her., Arph., Luc.