καλλιέλαιος

From LSJ
Revision as of 07:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐέλαιος Medium diacritics: καλλιέλαιος Low diacritics: καλλιέλαιος Capitals: ΚΑΛΛΙΕΛΑΙΟΣ
Transliteration A: kalliélaios Transliteration B: kallielaios Transliteration C: kallielaios Beta Code: kallie/laios

English (LSJ)

ἡ,

   A garden olive, opp. ἀγριέλαιος, Ep.Rom. 11.24:—fem. καλλῐ-ελαία, ἡ, Arch.Pap.2.218 (iii/iv A.D.): as Adj., κ. ἐλαία PCair.Zen.125.3 (iii B. C.), Gp.9.8; φυτόν ib.9.10.6.

German (Pape)

[Seite 1309] reich an schönem Oel; bei Arist. plant. 1, 6 Ggstz von ἀγριέλαιος; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιέλαιος: ἡ, ἡ ἥμερος ἐλαία, ἀντίθετον τῷ ἀγριέλαιος, Ἀριστ. π. Φυσ. 1. 6, 4, Καιν. Διαθ.· - ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., ὁ παράγων καλὸν ἔλαιον, καὶ γενήσεται ἡ ἐλαία πολυφόρος καὶ καλλιέλαιος Γεωπ. 9. 8., 9. 10, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit de belles olives ; subst.καλλιέλαιος olivier cultivé.
Étymologie: καλός, ἐλαία.
Ant. ἀγριέλαιος.
Syn. ἐλάα, ἐλαία, ἐλαΐς, μορία.

English (Strong)

from the base of καλλίον and ἐλαία; a cultivated olive tree, i.e. a domesticated or improved one: good olive tree.

English (Thayer)

καλλιελαιου, ἡ (from κάλλος and ἐλαία), the garden olive (A. V. good olive tree) (opposed to ἀγριέλαιος the wild olive): Aristotle, de plant. 1,6, p. 820{b}, 40.

Greek Monolingual

καλλιέλαιος (AM, Α και καλλιελαία, Μ και ως επίθ. καλλιέλαιος, -ον)
ήμερη, καλλιεργημένη ελιά
μσν.
ως επίθ. φρ. «ἐλαία καλλιέλαιος» — ελιά που παράγει καλή ποιότητα λαδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -έλαιος (< ἔλαιον ή < ἐλαία), πρβλ. αγρι-έλαιος, φιλ-έλαιος].

Russian (Dvoretsky)

καλλῐέλαιος: ἡ культурное масличное дерево, садовая маслина Arst., NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιέλαιος, ἡ [καλός, ἔλαιος] gecultiveerde olijf.