στελεά

From LSJ
Revision as of 09:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στελεά Medium diacritics: στελεά Low diacritics: στελεά Capitals: ΣΤΕΛΕΑ
Transliteration A: steleá Transliteration B: stelea Transliteration C: stelea Beta Code: stelea/

English (LSJ)

ἡ,

   A haft, shaft, [στυρακίου] Aen.Tact.18.10 (unless = socket); Ep. στελεή, τυπίδος A.R.4.957: also στειλειή, haft of an axe, Od.21.422, v.l.in Nic.Th.387.    II metaph., στειλέαν,= τὴν μακρὰν ῥάφανον, Antiph. (Fr.121?) ap. Hsch. (cf. στελεός). (The statement of Hsch., EM726.52, Eust.1531.37, that στειλειή = hole in the axe-head, may be due to a misunderstanding of Od. l.c.) (With στελεά, στελεόν, στελεός, cf. OE. stela 'stem, stalk', Engl. (dial.) steal 'handle of a hammer, axe, rake, etc., shaft of an arrow or javelin'.)

German (Pape)

[Seite 933] ἡ, ion. σ τελεή, = στειλειή, Ap. Rh. 4, 957.

Greek (Liddell-Scott)

στελεά: Ἰων. -εή, ἴδε ἐν λ. στειλειή.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
manche d’un outil.
Étymologie: DELG se rattache à στέλλω.

Greek Monolingual

και επικ. τ. στελεή και στειλειή και στειλέα, ἡ, Α
ξύλινος στειλεός, ξύλινη λαβή εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. στελ-εά / στειλ-ειή (πρβλ. δωρ-εά, νευρ-ειή) έχουν σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. στέλος και συνδέονται με τα αρμ. stetn, stetun-k «κορμός, κλαδί» και αγγλοσαξ. stela «στέλεχος» (βλ. και λ. στέλεχος). Η αναγωγή τών τ. στη ρίζα stel- του στέλλω, αν και τολμηρή, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί. Παράλληλα με τους τ. του θηλ. στελεά / στειλειή μαρτυρούνται και οι τ. αρσενικού γένους στελ-εός (πρβλ. κολ-εός), στειλεός, στειλ-ειός, στελ-ειός και το νεοελλ. στελιός, με συνίζηση, καθώς και οι τ. ουδ. γένους στελ-εόν / στειλ-ειόν (πρβλ. κολ-εόν). Αρχικοί, τέλος, θεωρούνται οι τ. με θ. στελ-, ενώ ο μακρός φωνηεντισμός στει οφείλεται προφανώς σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στελεά -ᾶς, ἡ, ep. στειλειή en στελεή, steel (van een bijl):. οὐκ ἤμβροτε... πρώτης στειλειῆς hij miste niet het boveneind van de steel (met zijn pijlschot) Od. 21.422.