μάσθλης
English (LSJ)
ητος, ὁ,
A = ἱμάσθλη, leather, Hp.Morb.2.59; Aeol.μάσλης, perh. leather shoe, Sapph. 19; thong of a whip, φοίνιον μάσθλητα δίγονον S.Fr.129: μάσθλη is dub., cf. ib.571, Hsch. II metaph., supple, slippery knave, Ar.Eq.269, Nu.449 (anap.), Aristid.Or.34(50).61.
German (Pape)
[Seite 98] ητος, ὁ, = μάσθλη, Soph. frg. 137 bei E. M.; Schol. zu Ar. erkl. τὸν μεμαλαγμένον λῶρον. – Uebertr., ein verschmitzter, schlauer Mensch, der sich zu schmiegen weiß, Ar. Equ. 269 Nubb. 448; nach Phryn. in B. A. p. 51, 27 ein Feigling od. Weichling.
Greek (Liddell-Scott)
μάσθλης: -ητος, ὁ, = μάσθλη, δέρμα κατειργασμένον, Ἱππ. 482. 28· Αἰολ. μάσλης, Σαπφὼ 22· ὁ ἱμὰς μάστιγος, φόνιον μάσθλητα δίγονον, ὡς τὸ διπλῆν μάραγναν, Σοφ. Ἀποσπ. 137. ΙΙ. μεταφ., πανοῦργος, ὀλισθηρὸς ἄνθρωπος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 270, Νεφ. 449. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάσθλη καὶ μάσθλης· δέρμα καὶ ὑπόδημα φοινικοῦν. καὶ ἡνία. διφθέρα».
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 cuir travaillé ; lanière ou cordon de cuir;
2 fig. souple comme une lanière, càd plat, rusé.
Étymologie: μάσθλη.
Greek Monolingual
μάσθλης, -ητος, αιολ. τ. μάσλης (Α)
1. κατεργασμένο δέρμα
2. ο ιμάντας της μάστιγας («φοίνιον μάσθλητα δίγονον», Σοφ.)
3. μτφ. πανούργος, απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. < ἰμάσθλη «ιμάντας, μαστίγιο» με σίγηση του αρκτικού ι- κατά το μάστιξ. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τα μάστιξ, μαίομαι, ενώ το ι- του ἰμάσθλη είναι αναλογικό προς το ι- του ἰμάς. Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι αρχαίοι ετυμολόγοι επινόησαν έναν αμάρτυρο τ. μάσθλη (γλώσσα που παραδίδει και ο Ησύχ.) για να συνδέσουν τη λ. με την ἰμάσθλη, ενώ πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. λυδικής προέλευσης. Η αρχική σημασία της λ. πρέπει να ήταν «δέρμα». Για το επίθημα πρβλ. λέβης, τάπης. Ο αιολ. τ. μάσλης < μάσθλης (πρβλ. ἐσλός < ἐσθλός)].
Greek Monotonic
μάσθλης: -ητος, ὁ, = ἱμάσθλη, δερμάτινη λωρίδα, είδος δερμάτινου σανδαλιού, σε Σοφ.· μεταφ., πολυμήχανος απατεώνας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μάσθλης: ητος ὁ
1) плеть, ремень Soph.;
2) плут, мошенник Arph.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: leather, name of leather objects (cf. διφθέρα) like leather shoe, strap (Sapph., Hp., S.); also metaph. of a flexible and flattering man (Ar.);
Other forms: Aeol. μάσλης (with loss of the θ), -ητος; μάσθλη f. S. Fr. 571, H.
Derivatives: -ήτινος leatherlike (Cratin., Eup.). μασθλήματα pl. n. leatherware (Ctes.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like τάπης, λέβης etc. (cf. Schwyzer 499); explanation uncertain. Against the traditional derivation from ἱμάσθλη with loss of the anlaut after μάστιξ (Bq, Chantraine Form. 375, Strömberg Wortstudien 44; cf. Curtius 394 and on ἱμάς) tells the slightly deviating meaning, insofar as it is not dependent on the τ-enlargement. Reverse proposal by Schwyzer 533 and 725 n. 3 (s. also Belardi Doxa 3, 213): μάσθλης to μάστιξ, μαίομαι; from there ἱμάσθλη with secondary adaptation to ἱμάς. -- Extensively on μάσθλης Hamm Glotta 32, 43ff. - Poss. Pre-Greek (Fur. 172 n. 118.