μυρίκη

From LSJ
Revision as of 04:20, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρίκη Medium diacritics: μυρίκη Low diacritics: μυρίκη Capitals: ΜΥΡΙΚΗ
Transliteration A: myríkē Transliteration B: myrikē Transliteration C: myriki Beta Code: muri/kh

English (LSJ)

[on the quantity v. infr.], ἡ,

   A tamarisk (in Greece, Tamarix tetrandra; in Egypt, Tamarix articulata), θῆκεν ἀνὰ μυρίκην [ῐ] Il. 10.466; μυρίκης ἐριθηλέας ὄζους ib.467; δόρυ . . κεκλιμένον μυρίκῃσιν 21.18, cf. h.Merc.81, Nic.Th.612; but πτελέαι τε καὶ ἰτέαι ἠδὲ μυρῖκαι Il.21.350, cf. Theoc.1.13, 5.101, and Lat. myrīca; ἐκ μυρίκης πεποιημένη θύρη Hdt.2.96; μυρίκης κλῶνα Alc.119: pl., PCair.Zen.383.16 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 219] ἡ, die Tamariske, ein strauchartiges Gewächs, bes. in sumpfigen Gegenden häufig; μυρίκης τ' ἐριθηλέας ὄζους Il. 10, 467; δόρυ κεκλιμένον μυρίκῃσιν, 21, 18. 350; Folgde; ἐκ μυρίκης πεποιημένη θύρη Her. 2, 69; Theophr. u. Diosc.[Ι auch kurz gebraucht, Il. 10, 466. 21, 18 H. h. Merc. 81.]

Greek (Liddell-Scott)

μῠρίκη: ἡ, Λατ. myrīca, θάμνος τις κυρίως ἀκμάζων ἐν ἑλώδεσι τόποις καὶ πλησίον τῆς θαλάσσης, κοινῶς «μυστικιὰ» καὶ «ἁρμυρίκη», θῆκεν ἀνὰ μυρίκην [ῐ] Ἰλ. Κ. 466 μυρίκης ἐριθηλέας ὄζους αὐτόθι 467· δόρυ μὲν λίπεν αὐτοῦ ἐπ’ ὄχθῃ κεκλιμένον μυρίκῃσι, προσερηρεισμένον ταῖς μυρίκαις, Φ. 18, πρβλ. Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 81. ἀλλά, πτελέαι τε καὶ ἰτέαι ἠδὲ μυρῖκαι Ἰλ. Φ. 350· καὶ ἡ ποσότης αὕτη ἰσχύει παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς καὶ ἐν τῇ Λατ.· ἐκ μυρίκης πεποιημένη θύρη Ἡρόδ. 2. 96· - ἐντεῦθεν, μῠρῐκαῖος Ἀπόλλων Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 613. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μυρίκη· εἶδος δένδρου, ὀνομασθὲν ἀπὸ τοῦ μύρεσθαι τὴν εἰς αὐτὸ μεταβαλοῦσαν κατὰ τοὺς μύθους, τὴν Κινύρου θυγατέρα»· προσέτι, «μυρίκη· δυσώδης» ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
tamaris, arbuste, en gén. bruyère, arbrisseau croissant dans des landes.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Greek Monolingual

και μυρικιά, η (ΑΜ μυρίκη, Μ και μυρίχη)
θάμνος ρητινοφόρος, τύπος της οικογένειας τών μυρικιδών, που φυτρώνει σε ελώδεις τόπους και κοντά στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. είναι δάνειο από την Εβραϊκή (πρβλ. εβρ. mārar «είμαι πικρός») και η σύνδεση της με μυρσίνη, μύρτος και μύρρα θεωρούνται αβάσιμες. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης, που εντάχθηκε στην Ελληνική με την κατάληξη -ίκη (πρβλ. ἑλίκη, ἀδίκη) κατά τον τύπο του λατ. tamarix «μυρίκη». Η Λατινική δανείστηκε τη λ. με τη μορφή myrice].

Greek Monotonic

μῠρίκη: [ῑ], ἡ, Λατ. myrīca, θάμνος που κυρίως ευδοκιμεί σε βαλτώδες έδαφος και κοντά στη θάλασσα, αρμυρίκι, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μῠρίκη: (ῐ и ῑ) ἡ мирика, тамариск (болотный кустарник) Hom., Her., Theocr.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: tamarisk (Il.; orig. ι; ι from metr. lengthening, s. Solmsen Unt. 14 f.).
Derivatives: μυρίκ-ινος of the tamarisk (Z 39 [ι metr. length.], pap.), -ίνεος id. (AP), -ώδης tamarisk-like (Thphr.); Μυρικαῖος surn. of Apollon in Lesbos (sch. Nic. Th. 613).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Ending as in ἑλίκη, ἀδίκη; further unknown LW [loanword]. For Semit. origin Lewy Fremdw. 44: to Hebr. mārar be bitter because of the bitter bark (μυρίκη δυσώδης H. to Aram. mōrīqā crocus ?); further μύρρα (s. v.)? Acc. to Schrader-Nehring Reallex. 2, 97 to μυρσίνη, μύρτος without further explanation. - Prob. a Pre-Greek word.