κνησμός
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
English (LSJ)
ὁ,
A = κνῆσις, itching, Hp.VM 16, Arist.HA578b3; ἡ ἀκαλήφη κ. ποιεῖ Diph.Siph. ap. Ath.3.90a; scratching, Plu.2.126b (pl.); in a pleasurable sense, titillation, Arist. GA723b34, Pr.878b7. 2 metaph., irritation, Plu.2.61a.
German (Pape)
[Seite 1460] ὁ, das Jucken, der Kitzel, Reiz; Hippocr.; κνησμὸν ποιεῖ ἡ ἀκαλήφη Diphil. bei Ath. III, 90 a; Arist. H. A. 6, 28; κνησμοῦ περὶ τὴν χεῖρα συμβάντος S. Emp. adv. math. 7, 232.
Greek (Liddell-Scott)
κνησμός: ὁ, = κνῆσις, «φαγοῦρα», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 28, 3˙ προξενουμένη ὑπὸ τῆς ἀκαλήφης, κνίδης, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 90Α˙ ἐπὶ ἡδονικοῦ κνησμοῦ, γαργαλισμός, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 29, Προβλ. 4. 15, 1. 2) μεταφορ., ἐρεθισμός, διέγερσις, Πλούτ. 2. 61Α (ἔνθα ἴδε Wyttenb.)˙ ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 126Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
démangeaison, chatouillement ; fig. irritation.
Étymologie: κνάω.
Greek Monolingual
ο (AM κνησμός) κνω
ενοχλητικός ερεθισμός του δέρματος ή τών βλεννογόνων, φαγούρα («ἀκαλήφη... κνησμὸν ποιεῑ», Αθήν.)
αρχ.
1. αμυχή, γρατσούνισμα
2. ηδονικό ερέθισμα, γαργαλισμός
3. μτφ. ερεθισμός, διέγερση («ἅν δὲ πρὸς ἑταίραν... κνησμός τις ἐξ ὀργῆς καὶ ζηλοτυπίας ἐγγένηται», Πλούτ.).
Greek Monotonic
κνησμός: ὁ (κνάω), φαγούρα, ερεθισμός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
κνησμός: ὁ
1) зуд Arst., Sext.;
2) раздражение, возбуждение Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνησμός -οῦ, ὁ [κνάω] jeuk.