θεμιστεύω

From LSJ
Revision as of 19:32, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμιστεύω Medium diacritics: θεμιστεύω Low diacritics: θεμιστεύω Capitals: ΘΕΜΙΣΤΕΥΩ
Transliteration A: themisteúō Transliteration B: themisteuō Transliteration C: themisteyo Beta Code: qemisteu/w

English (LSJ)

   A declare law and right, c. dat., Μίνωα ἴδον . . θεμιστεύοντα νέκυσσιν Od. 11.569: c. gen., govern, θ. δὲ ἕκαστος παίδων ἠδ' ἀλόχων 9.114.    II give by way of answer or oracle, νημερτέα βουλὴν πᾶσι θ. h.Ap.253, cf. Lys.Fr.23S.: abs., deliver oracles, E.Ion371, D.S.5.67, Plu.Alex. 14; τινα Orac. ap. Ael.VH3.43; cf. θεμιτεύω.

German (Pape)

[Seite 1194] Gesetz u. Recht verwalten, Recht sprechen, τινί, Od. 11, 569; übh. obherrschen, obwalten, τινός, 9, 114; ὄργια Κυβέλης θεμιστεύων Eur. Bacch. 79, auf gesetzliche Weise feiern, Musgr. änderte θεμιτεύων. – Rathschläge, Orakel gehen (s. θέμις), H. h. Apoll. 953. 293, τοῖσιν δέ τ' ἐγὼ νημερτέα βουλὴν πᾶσι θεμιστεύοιμι; Eur. Ion 571 τὸν θεμιστεύοντά σεο; Orph. H. 79, 4; οὔ σε θεμιστεύσω Orak. bei Ael. V. H. 3, 43; Lys. bei Harpocr.; absol., Plut. Alex. 14 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

θεμιστεύω: ἀπονέμω τὸ δίκαιον, δικαιοδοτῶ, Λατ. jus dicere, μετὰ δοτ., Μίνωα ἴδον... θεμιστεύοντα νέκυσσιν Ὀδ. Λ. 569· μετὰ γεν., εἶμαι δικαστής, θεμιστεύει δὲ ἕκαστος παίδων ἠδ’ ἀλόχων Ὀδ. Ι. 114. ΙΙ. ἐπὶ θεῶν, χρησμοδοτῶ, νημερτέα βουλὴν πᾶσι θεμιστεύειν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 253, πρβλ. 293· οὕτω παρὰ πεζοῖς, Λυσίας παρ’ Ἁρπ.· - ἀπολ., παρέχω χρησμούς, Εὐρ. Ἴωνι 371, Πλούτ. Ἀλεξ. 14, Χρησμ. παρ’ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 43. - Πρβλ. θεμιτεύω.

French (Bailly abrégé)

1 rendre la justice : τινι à qqn ; p. ext. être juge ou chef de, gouverner;
2 rendre des oracles.
Étymologie: θέμις.

English (Autenrieth)

(θέμις): be judge for or over, judge; τινί, Od. 11.569; τινός, Od. 9.114.

Greek Monolingual

θεμιστεύω (Α) θέμις (Ι)]
1. απονέμω το δίκαιο, δικάζω, κρίνω («Μίνωα ϊδον... θεμιστεύοντα νέκυσσιν», Ομ. Οδ.)
2. διοικώ, εξουσιάζω, ασκώ δικαστική εξουσία
3. (για θεούς) συμβουλεύω, χρησμοδοτώ, παρέχω χρησμούς.

Greek Monotonic

θεμιστεύω: μέλ. -σω (θέμις),
I. απονέμω δικαιοσύνη, διακηρύσσω το δίκαιο, Λατ. jus dicere, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., διεκδικώ το δίκαιο έναντι, είμαι δικαστής, στο ίδ.
II. χρησμοδοτώ, σε Ομηρ. Ύμν.· απόλ., δίνω χρησμούς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θεμιστεύω:
1) вершить суд, судить (Μίνως, θεμιστεύων νέκυσσιν Hom.);
2) управлять, повелевать (παίδων ἤδ᾽ ἀλόχων Hom.);
3) (о божестве) (воз)вещать (νημερτέα βουλὴν πᾶσι HH);
4) давать оракул, прорицать (τινί Eur., Plut.).